ΒΙΒΑΡΙ
Στης Αργολίδας το ασημένιο τάσι
μια χρυσαφένια το χωριό μας στάλα.
Στης φύσης μέσα το λαμπρό γιορτάσι
πιόμα που πιο μεθάει από τ’ άλλα.
Μια ηλιαχτίδα θάλασσας. Μια σκέπη
από αστέρινο ουρανό γαλάζο.
Λοφάκια γύρω. Και, ωραία ως πρέπει,
βαρκούλες- άνθη στο νερένιο βάζο.
Τη μέρα χαρωπό το κυματάκι
στην άμμο της ακτής της δαντελένιας.
Τη νύχτα απαλοκοίμητο παιδάκι
χωρίς το σκιάξιμο καμίας έγνοιας.
Και τα νερά του τα ευλογημένα
σαν αγκαλιά μια στοργική κρατάνε
τα σώματα που εντός του αφημένα
θάλασσα κι ήλιο πίνοντας μεθάνε.
Κι όποιος εδώ θα ’ρθει, δεν είναι ξένος-
αύρα μια φιλική τόνε τυλίγει
και σαν στο σπίτι του νιώθει φερμένος
που με δικούς του ανθρώπους πάντα σμίγει.
Η γη παιδί ακριβό της το μετράει.
Και το ασημοκέντητο φεγγάρι
ως με τ’ αστέρια παίζει και γελάει
γράφει στα πλάτια τ’ ουρανού: Βιβάρι!
Βιβάρι! Μια γωνιά όπου εντός της
κάθε όνειρο καλό, αλήθεια βγαίνει.
Βιβάρι! Στο βιβλίο της ανθρωπότης,
το παραμύθι τώρα που συμβαίνει.