ΤΟ ΠΑΡΤΙ
Θα κάνω ένα πάρτι πεθαμένων.
Στο δώμα μου που σάβανο μυρίζει
στο φως δύο κεριών μισολιωμένων
θα κάνω ένα πάρτι πεθαμένων.
Θα 'ρθει ο Βαγγελάκης του Βασίλη
θα έρθει ο Βαγγέλης του κυρ-Κώστα
θα έρθει η Θοδώρα της Τασίας
θα έρθει ο χλωμός ο Λεωνίδας.
Θα 'ρθεί ο Κουρβετάρης ο Δημήτρης
θα έρθει ο Βασίλης ο Αρβανίτης
θα έρθει ο Παπαδόπουλος ο Λάκης
και βέβαια ο Κολλιόπουλος ο Σταύρος.
Θα έρθει ο Χαράλαμπος της Μάρθας
θα έρθει ο "Ψεύτης" της ογδόης τάξης
και θα 'ρθει ανυστερόβουλα σκορπώντας
το λόγο τον καλό του ο Κοντογιάννης.
Στ' αδύνατα χεράκια του κρατώντας
μιαν άσκαστη παλιά χειροβομβίδα
που έλιωσε το αθώο του κορμάκι
θα 'ρθεί ο Βαγγελάκης του Βασίλη.
Αμίλητος ο Βάγγος του κυρ-Κώστα, '
κοσάχρονο σεμνό παλικαράκι
θα σέρνει τη βαριά του αναπηρία
επάνω στο μικρό του καροτσάκι.
Στα δάχτυλα η Θοδώρα θα μετράει
τις μέρες της ζωής της που απομένουν
προτού πάνω στα σίδερα του τραίνου
το άσχημο-ως θαρρεί- ρίξει κορμί της.
Ο Λέων, με το μαύρο του κουστούμι,
το μαύρο του το αίμα θα λογιάζει
που δένοντας με μια τετραλογία
του βάφει κυανά τα δάχτυλά του.
Θα έρθει ο Κουρβετάρης-θα μιλάει
ταχύτατα που δεν θα εννοούμε
τι θέλει να μας πει-οι εξετάσεις
έδειξαν κάποιον όγκο στο κεφάλι.
Γελώντας ο Αρβανίτης ο Βασίλης
θα δώσει μια παράσταση αστεία,
σοφός ο Παπαδόπουλος ο Λάκης
φωνάζοντας σχεδόν θα ρητορεύει.
Τη θάλασσα ο Σταύρος θα μας λέει
ποτέ τη φοβερή πως δε φοβάται,
θα κάνει ο Χαράλαμπος αστεία,
ο "Ψεύτης» μ' εξισώσεις θα μιλάει.
Θα κάνω ένα πάρτυ πεθαμένων.
Στο δώμα μου που σάβανο μυρίζει
στο φως δύο κεριών μισολιωμένων
θα κάνω ένα πάρτι πεθαμένων.