Ο ΜΠΑΝΤΑΒΟΣ
Μια φορά ,κι έναν καιρό
ήταν ένας μπανταβός
που επήγαινε δυο πίσω
κι ένα βήμα τράβαε μπρος.
Που όταν μοίραζαν χρυσό
κείνος χώμα εζητούσε
κι αντί γλέντια και χαρές
λύπες μόνο αυτός τρυγούσε.
Κι όταν ήταν να μετρήσει
απ’ το ένα ως το δυο
κειος ανάποδα μετρούσε:
μείον ένα, μείον δύο.
Και στο γάϊδαρο επάνω
καβαλούσε προς τα πίσω
τη γαϊδαροουρά θαρώντας
για κεφάλι γαϊδουρίσο.
Τον εχθρό έλεγε φίλο
και τη γάτα ποντικό
και καλό ό,τι οι άλλοι λέγαν
κείνος το ’λεγε κακό.
Του ελέγαν "στάσου όρθιος"
και αυτός ξάπλωνε κάτω
«Μείνε στον αφρό" του κάναν,
κείνος τράβαγε στον πάτο.
Έτρωγε αντίς τη ρόγα
το τσαμπί απ' το σταφύλι,
κι απ’ τ' αυγά έτρωγε τα τσόφλια
κι έλεγε τη νύχτα δείλι.
Κι έτσι επέρναγαν τα χρόνια
και-οι μήνες και οι μέρες
να τον λέει τον τοίχο τζάμι
και χλωρές πρασιές τις ξέρες.
Κι όλοι τονε κοροϊδεύαν
κι όλο πέτρες του πετούσαν
και ανάποδο τον λέγαν
και μαζί του εγελούσαν.
Κι ήρθε σύννεφο μια μέρα
κι ήρθε μια τρανή φοβέρα
κι ήρθαν του εχθρού φουσάτα
οργισμένα και φορτσάτα.
Και τους ντόπιους ενικήσαν
και.γινήκαν αρχηγοί τους
και για δούλους τους τους είχαν
κσι γελούσανε μαζί τους.
Kι αρχηγός τους ήταν κάποιος
που σκεφτόταν με τα πόδια,
τα φτερά που ’τρωε της χήνας
και τις φλύδες απ’ τα ρόδια.
Κι έψαξε στη χώρα όλη
κι έβγαλε βουλή φερμάνι
ποιος ανάποδα φερνόνταν
σύμβουλό του να τον κάνει.
Kι οι στρατιώτες του τον βρήκαν
και του τονε πήγαν πίσω
και του είπαν: "τούτος μόνο
το στραβό δεν τό 'λεγε ίσο"
Και τον κάνει σύμβουλό του
Kαι τον έκανε υπουργό του
και την κόρη του του δίνει-
διάδοχο του τον αφήνει.
Kι αρχηγός αυτός εγίνει
που ήταν δούλος μέχρι τότε,
οι απλοί όπως ξιφομάχοι
όταν χρίονται ιππόται.
Κι όσοι πριν τον κοροιδεύαν
"Βασιλιά», τώρα του λέγαν,
"θα πεθάνουμε-πεινάμε-
δος μας άχυρα να φάμε!"
{Γιατί ένιωσαν εντέλει
ότι ξύδι είναι το μέλι
η ειρήνη οτ' είναι μάχη
και κοιλιά πως είν' η ράχη).
Και του είπαν: «σχώρεσέ μας
για όσα σου ’χαμε ειπωμένα»
και, «δε σας σχωρνάω», τους είπε,
«γιατί ταίριαζαν σε μένα!»