ΧΡΗΣΤΙΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Χρόνος: Μάης 1828.
Τόπος: Βρωμόσελα (η σημερινή Θωκνία) Μεγαλόπολης.
Τούρκικες σκηνές με πρώτη την πολυτελή σκηνή του Αχμέτ Βέη Βαβυλώνιου. Μπροστά από τις σκηνές η Επιτροπή, που έκρινε ποιοι από τους έλληνες και τους τούρκους θα έμεναν στην Ελλάδα και ποιοι θα πήγαιναν στην Αίγυπτο, μετά από την απόφαση για αμοιβαία απελευθέρωση των αιχμαλώτων.
Ξάφνου, από τη σκηνή του Αχμέτ Βέη πετιέται η Χριστίνα και πέφτει μπροστά στα πόδια του πατέρα της, που είναι πρόεδρος της Επιτροπής κρίσης, ενώ στην πόρτα της σκηνής στέκει ο Αχμέτ Βέης.
ΧΡΗΣΤΙΝΑ
Πατέρα! Πατερούλη μου! Πάρε με μαζί σου!
Πατέρα! Πατερούλη μου! Πάρε με από δω!
Πατέρα άπλωσε το χέρι σου και βγάλε με απ' αυτό τον τάφο!
Βγάλε με πατερούλη μου! Άπλωσε το χεράκι σου-το στιβαρό σου χέρι-
όπως μικρή το άπλωνες να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά
ή για να πάρεις το ντουφέκι απ' τη γωνία.
Άπλωσε πατερούλη μου το χέρι σου-μπορείς.
Άπλωσε πατερούλη μου το χέρι σου-είναι δυνατό- και βγάλε με από δω.
Τρία χρόνια τώρα είμαι πεθαμένη. Όχι πεθαμένη...όχι, δε νιώθουνε οι πεθαμένοι.
Μα εγώ νιώθω, δεν είμαι ξύλινη, το ξέρεις πατερούλη.
Πόσο δεν έκλαιγα όταν έβλεπα τη γάτα μας μ' ένα πουλί στο στόμα…
Μ' έβλεπες και με ξέρεις πατερούλη.
Και όταν έβρεχε υπόφερα γιατί θα βρέχονταν τ' αρνιά μας.
Δεν είμαι ξύλινη. Με ξέρεις πατερούλη.
Κλαίω και τώρα. Όχι, δεν κλαίω-στέρεψαν τα μάτια μου πατέρα.
Μέσα σε τόσους κι είμαι μόνη μου πατέρα!
Μέσα σε τόσους που με ξέρουν κι είμαι άγνωστη πατέρα!
Μέσα στον ίδιο μου τον τόπο κι είμαι ξένη.
Ξένη όχι για τους άλλους μόνο
αλλά και για τον ίδιο μου τον εαυτό.
Μου μιλάνε πατέρα και δεν καταλαβαίνω τι μου λένε.
Θέλω να μιλήσω πατέρα, μιλάω και κανένας δε με νιώθει.
Ως και τ' όνομά μου πατέρα κανείς δε νιώθει να το πει.
Δεν έχω πια όνομα πατέρα.
Δεν έχω ούτε τη χάρη που μια πέτρα έχει μες στο λόγγο.
Τήνε λένε "πέτρα".
Εγώ πατέρα όνομα δεν έχω.
Και δίχως όνομα πατέρα δεν υπάρχω.
Θέλω να πω κάτι και δεν ξέρω πώς.
Αν το πω στη γλώσσα μας πατέρα θα με κοροϊδέψουν.
Θα με λοξοκοιτάξουν.
Και δίχως γλώσσα η ζωή είναι θάνατος πατέρα.
Ας μην ήτανε ανάγκη να μιλάμε.
Ας συνεννοούμασταν με χειρονομίες.
Η σκλαβιά τότε θα ήτανε υποφερτή.
Πατέρα πάρε με από δω!
Γυρνάω δεξιά-τούρκος.
Γυρνάω αριστερά-τούρκος.
Κι εγώ δεν είμαι τουρκάλα πατέρα.
Τι δουλειά έχω ανάμεσά τους;
Γυρνάω να δω τον άντρα μου και τούρκο βλέπω ένανε πατέρα
που κάθε μέρα προσκυνάει ένα θεό που δεν τον ξέρω.
Ντυμένο τόνε βλέπω μ' άλλα ρούχα
στολισμένονε μ' άλλα στολίδια
που εγώ πατέρα μου δεν τα γνωρίζω.
Αλλιώς μιλάει, αλλιώς γελάει, αλλιώς καλημερίζει τους περαστικούς.
Ποιος θεός το θέλει αυτό πατέρα;
Αν το 'θελε δε θα μας έκανε άλλους γραικούς και άλλους τούρκους.
Θα μας ανακάτευε.
Θα μας έδινε από τη γέννα μας ίδια, κοινή ψυχή,
που να μην έχει διαφορά η μια απ' την άλλη.
Τα βράδια όταν πέφτουμε στο στρώμα
δεν είναι χέρια αυτά που μ' αγκαλιάζουν αλλά φίδια.
Φίδια που κάνουν έναν κύκλο γύρω μου θανατερό.
Κι ανάμεσα στα σκέλια μου πατέρα
δε νιώθω τη ζωή να σπαρταράει γυρεύοντας
χώμα να βρει να δέσει, να καρπίσει,
αλλά το θάνατο να θέλει μέσα μου άφευγα να μπει
όπως κι εγώ σ' εκείνον είμαι τρία χρόνια τώρα μέσα.
Γυρνώ το σπίτι μου να δω και βλέπω ξένο σπίτι
που όλα του με διώχνουνε αντίς να με γυρεύουν.
Και όλα μέσα του κλεμμένα από τους έλληνες.
Όπως κι αυτό το ίδιο.
Όπως κι εγώ πατέρα.
Μ' έχει αυτός ο άντρας κλέψει από το σπίτι μας-το ξέρεις δα-
μη ακούγοντας τα κλάματα και τις φωνές μου.
Πικρό είναι το ψωμί που τρώω μαζί του μέσα δω.
Αν ήταν να κλεφτώ πατέρα
ήξερα εγώ να διάλεγα τον κλέφτη μου.
Πανώρια παλληκάρια με γυρεύανε
όπως τον κάμπο η βροχή γυρεύει.
Τώρα πού είναι τάχα αυτά τα παλληκάρια;
Για μένα μια θαμπή ανάμνηση μονάχα είναι
ίσα για να γυρίζουνε στο κλάμα την ψυχή μου.
Κ ι ίσως ανάμνηση να είναι και για σας-
ίσως κι αυτά να πέσανε απ' το τούρκικο σπαθί.
Και το σπαθί αυτό το βλέπω-να το!
Το βλέπω κάθε μέρα κρεμασμένο
στον τοίχο του σπιτιού του άντρα μου.
Σπαθί που θέρισε σα στάχυα αμέστωτα τους νέους του χωριού μας.
σπαθί που έχυσε των αδερφιών μου το αίμα'
το αίμα το δικό μου-το ελληνικό.
Το βλέπω κάθε μέρα εκεί, στον τοίχο κρεμασμένο και το νιώθω
σαν το λαιμό μιας λάμιας που το αίμα πίνει από τη λίμνη της φυλής μας.
Και πώς εγώ να μείνω μέσα εδώ;
Πώς που αν στερέψει εκείνη η λίμνη σβήνει η ράτσα μας;
Και πώς εγώ να μείνω μέσα εδώ
που ακούω τη φωνή της λίμνης μας να με ζητάει σταγόνα της να γίνω;
Πατέρα πάρε με από δω.
Κάθε που βρέχει βρέχει στην ψυχή μου.
Ο ουρανός με το φεγγάρι και τ' αστέρια του
μία μεγάλη τούρκικη σημαία. Και τον μισώ.
Πάρε με από δω πατέρα.
Εδώ ερμιά. Εκεί, ανάμεσα στους έλληνες
όλα καλά πατέρα.
Τα πουλιά κελαδούν. Εδώ στριγγλίζουνε.
Τα δέντρα ανθούν. Εδώ νεκροφορούνε.
Εδώ το φως δεν έρχεται πατέρα. Όλο
στον κήπο μας και στου χωριού μας τα δρομάκια τριγυρίζει.
Πατέρα πάρε με από δω.
ΑΧΜΕΤ
Χριστίνα μου παράπονο δεν πρέπει να 'χεις.
Η πρώτη ανάμεσα είσαι στις γυναίκες μου.
Διαμάντια και χρυσαφικά σου σκέπουνε κορμί και ρούχα.
Δουλειά καμιά να κάνεις δε σ' αφήνω-
δούλες μονάχα σου 'χω να διατάζεις.
Χριστίνα μου παράπονο δεν πρέπει να 'χεις από μένα.
Μήπως σε μάλωσα καμιά φορά; Μήπως σε χτύπησα;
Μήπως καμιά φορά δεν έκανα ό,τι μου 'πες;
Το σπίτι μας παλάτι. Ο Αλλάχ
όλα μου έχει δώσει τα καλά. Κι εγώ με τη σειρά μου
στα ποδαράκια σου μπροστά τα 'χω απλωμένα.
Πως σ' αγαπώ το ξέρεις. Καθημερνά
με τα έργα και τα λόγια μου στο δείχνω.
Γιατί να θέλεις να μου φύγεις περιστέρα μου;
Δε σκέφτεσαι την πίκρα που θα με ποτίσεις;
Σ' έκλεψα, ναι.
Μα έτσι κάνουν όλοι οι μπέηδες.
Όμως δε σ' έκλεψα για να σε κάνω σκλάβα.
Βασίλισσά μου σ' έχω κάνει. Και γιατί;
Γιατί ο έρμος σ' αγαπώ.
Χριστίνα μου μη φύγεις.
Δε μ' αγαπάς λοιπόν καθόλου;
Και αν εδώ, σε τόπο ξένονε για μένα
τόσα καλά τριγύρω σου έχω απλωμένα
όταν θα πάμε στην πατρίδα μου διπλάσια,
τριπλάσια και καλλίτερα θα σου χαρίσω-
γιατί τ' αξίζεις περιστέρα μου.
ΧΡΗΣΤΙΝΑ
Πατέρα διώξ' τον σε παρακαλώ.
Μη τον αφήνεις να με πλησιάσει.
Το χνώτο του σαν ρούχο αρρώστιας με τυλίγει.
Τώρα πατέρα μου που σ' είδα πάλι
φούντωσε μέσα μου η φωτιά και πάλι της γενιάς μας.
Νεκρή 'μουν και μ' ανάστησε.
Και δεύτερο ένα θάνατο πατέρα δε θα τον αντέξω.
Κοίτα πατέρα! Κοίτα! Ποιος ειν' αυτός;
Μην είναι αδερφός μου;
Μη ξαδερφός μου είναι;
Μη πατέρας;
Μη γειτονόπουλο ή χωριανός μου;
Τ’ είναι πατέρα;
Άντρας μου!
Και τ' ειν' ο άντρας παρά μιαν ανάγκη
κι αυτή με υποχωρήσεις άμετρες δεμένη
ίσα για να κρατιέται από 'να πέσιμο;
Μα έστω κι έτσι ειν' άντρας μου αυτός;
Κοίτα πατέρα ανάμεσά μας! Κοίτα!
Δεν ξεχωρίζεις ένα τοίχο θεόρατο
που μας χωρίζει ανένωτα τους δυο μας;
Άντρας μου αυτός;
Έξω απ' το κορμί μου τίποτ' άλλο μου δεν άγγιξε.
Κοίτα πατέρα την ερμιά τριγύρω του την άγρια.
Και τη δικιά μου δες την έρημο τη διψασμένη.
Πατέρας μου είσαι και μπορείς να βλέπεις ό,τι βλέπω.
Γάμος θα πει να βάζουμε στη ζυγαριά χρυσάφι
και να μετράμε υπηρέτες και δουλειές;
Κι ακόμα έτσι να 'τανε πατέρα,
με τα δικά μας πλούτη με στολίζει αυτός.
Με κείνα που 'κλεψε από σε και μείναμε στους δρόμους-
όπως εμέ κι εκείνα τα 'χει αρπάξει. Όμως πατέρα
με τ' αρπαγμένο αγάπη δε στεριώνει. Τέτοια χαρά
το χαρισμένο μόνο την κρατεί.
Και τι έχει ένας αλλόφυλος πατέρα να χαρίσει;
Κ ι όλος φτιαγμένος από μέλι να 'ναι
ξύδι μετράν αυτά για κάθε ντόπιο'
και ξένος ειν' αυτός για με πατέρα.
Κι αν δεν το νιώθει έτσι αυτός, είναι ίσως
γιατί το γένος του δεν έχει ρίξει ρίζες μες στο χώμα.
Μα η δική μου ρίζα είναι πατέρα
χρόνια χιλιάδες πριν γερά δεμένη
με του' τα χώματα που τα πατούμε
και που μονάχα αυτά να μας σκεπάσουνε ποθούμε-
τάφος αλλού δε μας χωράει πατέρα.
Δεν πρέπει λέει να 'χω παράπονο από κείνον!..
Άκουσα που με φώναξε Χριστίνα.
Αυτό φαίνεται θα 'ναι τ' όνομά μου.
Μα τ' άκουσες πατέρα πώς το είπε.
Άκουσες πώς στα χείλια του κακόπαθε
πριν βγει από μέσα του σακατεμένο'
Και μόνο αυτό πατέρα μου δε φτάνει
πίσω-εδώ, κοντά σας να με πάρεις;
Η γλώσσα ειν' η πατρίδα μας πατέρα.
Και αν Χριστίνα δε με λέγανε πατέρα
τότε Παράπονο θα ήταν τ' όνομά μου.
(Ο Αχμέτ βγαίνει στη σκηνή του και γυρίζει σε λίγο με το παιδί τους στην αγκαλιά)
Παράπονο από τη ζωή. Παράπονο απ' τον κόσμο.
Παράπονο απ' τη μοίρα μου. Παράπονο απ' τις πέτρες
που δεν σηκώθηκαν βαριές επάνω μου να πέσουν
όταν το δρόμο μ' έβλεπαν της δυστυχιάς να παίρνω.
ΑΧΜΕΤ
Χρηστίνα μου, ανάμεσα σε μας πού τοίχο βλέπεις;
Αν κάτι στέκει ανάμεσα σε σένα και σε μένα
ετούτο είναι το παιδί. Να! Δες το το καημένο-
απ' το γλυκό το στήθος σου γάλα ζητάει ακόμα.
Κι αν πας μακριά από μένανε αυτό πού θα τ' αφήσεις;
Σπλάχνο ειν' από το σπλάχνο σου κι αίμα του αίματός σου.
Αν είσαι άπονη για με, πόνεσε το παιδί σου
αφού αν έφευγες εσύ, αυτό με με θα μείνει.
Μείνε Χριστίνα μου γλυκιά, σε θέλουμε κι οι δυο μας.
ΧΡΗΣΤΙΝΑ
Κι αν αίμα μέσα ελληνικό στις φλέβες του κυλάει
αφού είναι με το τούρκικο το αίμα φιλιωμένο
παιδί μου αυτό δεν ειν' εμέ. Δικό μου αίμα δεν έχει.
Αίμα δικό μου αν έσμιγε με των τουρκώνε το αίμα
μες σε φωτιά και χαλασμό θα χάνονταν τα δυο.
Δικό σου είναι το παιδί. Παρ’ το. Σου το χαρίζω.
Μπορεί και να στο γέννησα, παιδί μου όμως δεν είναι.
Τούρκικο αίμα το παιδί δε θα 'χει το δικό μου.
Κάθε σταγόνα αίματος στις φλέβες του παιδιού μου
σταγόνα θα ’ναι ελληνική. Και πόλεμο μονάχα
με τις σταγόνες του αίματος του τούρκικου θ' ανοίγει.
Δικό σου είναι το παιδί.
Πατέρα, λύτρωσέ με!
Αν με μεγάλωσες εσύ και αν αρχοντοπούλα
ήμουνα μες στο σπίτι μας το τρισευλογημένο
κι αν κάποια σου' δωσα χαρά προτού η μπόρα έρθει
και μας χωρίσει ανάλγητη, τότε γλυκέ πατέρα
πατέρας δείξου αληθινός στο δύστυχο παιδί σου
και πάλι ξαναγέννησ' το-πατέρα κράτησέ με!
ΠΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η Επιιτροπή απόφαση Βέη Αχμέτ επήρε:
εδώ θα μείνει-δε θα' ρθεί μαζί σου η Χριστίνα.
.....................................................................