ΦΩΤΕΙΝΗ
Πεσμένη στο κρεβάτι
το νεαρό κορμί τανύζει
ανοίγοντας μακριά
σαν αετός πετούμενος τα χέρια
προς των αγοριών κοιτάζοντας
την πρωινή παρέα
με μάτια μισόκλειστα,
προκλητικά γελώντας.
Ακόμα του ύπνου η ζάλη την βαραίνει
και σε ρόδινους ανθούς πάνω
σαν σε ονείρου
νιώθει να είναι αφημένη.
Κι απ' τη μαγεία που σκορπά
κι η ίδια μαγεύεται.
Μια χαραμάδα η ρόμπα η μικρή ανοίγει λίγο,
ίσα για να δοθεί στη φαντασία το μονοπάτι.
Η προσοχή των αγοριών πότε στραμμένη εκεί ’ναι,
πότε ψηλά, στον λαιμό
που σαν κύκνου στρέφει,
αργά
νωχελικά
κινώντας λιγωμένα το κεφάλι
σαν σ’ έρωτα μέθη.
Αυτή
κρυφά εντός της
να θεριεύει νιώθει
τη βεβαιότητα για την αξία
που το κορμί της έχει.
Κι αυτό μια ικανοποίηση της δίνει
και την ευχαριστεί.
(Κεραστάρι Αρκαδίας, 1956)