ΠΕΣΜΕΝΟΣ
Πεσμένος στη καρέκλα του μ' ένα βιβλίο στο χέρι
μονολογούσε ο ποιητής των εικοσπέντε χρόνων:
"Άχου κι αυτή η ποίηση προβλήματα που δίνει!
Τώρα που καταπιάστηκα με τούτα, βλέπω ότι
θέλουν και τούτα κοίταγμα και κόπο και φροντίδα.
Όταν στους άλλους λέω πως η ποίηση μ' αρέσει
κι ότι αυτή με απασχολεί, πρέπει να δείχνω κιόλας
προόδους. αφού πρόοδο διόλου αλλού δε δείχνω.
Πρέπει τα ρεύματα να δω της ποίησης ποια είναι
και δύο λόγια να μπορώ να πω για κάθε ποίημα
μεγάλο-τι αισθήματα, εικόνες, νόημα κρύβει,
ποιου είδους έχει τεχνική, ποιος το 'γραψε και πότε.
Να! Τώρα αναποφάσιστος μπροστά σ' αυτό τον τόμο
στέκω: μπορώ ολότελα να τον απαρατήσω
ή πρέπει έστω πεταχτά να τόνε ξεφυλλίσω;
νιώθω μια τέτοια κούραση… μα πάλι πού το ξέρεις
μπορεί κανένας έξυπνος-κουτός μα την αλήθεια-
να με ρωτήσει: εδιάβασες Auden; θα πρέπει τότε
και ν' απαντήσω θετικά και να εκφέρω γνώμη
γι αυτό τον κύριο ποιητή. Λοιπόν θα πρέπει ένα
δυο το πολύ ποιήματα να δω απ' αυτό τον τόμο."
Είπε, εδιάβασε μετά τρεις τέσσερες σελίδες
κι ύστερα το βιβλίο του έκλεισε κι εκοιμήθη.