ΤΑ ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ ΜΟΥ
Τα κοστούμια μου όταν φεύγω
απ' το σπίτι κάθε μέρα
βγαίνουν έξω απ' τη ντουλάπα
για να πάρουνε αέρα.
Κάλτσες βάζουν και παπούτσια
τα πουκάμισα περνάνε
τις γραβάτες στο λαιμό τους
τις πολύχρωμες φοράνε
και αρχίζουνε να ζούνε
την αλλιώτικη ζωή τους
τη μακριά από τους ανθρώπους
τη σωστή κι αληθινή τους.
Δίχως φόβο, δίχως σκέψη
το τηλέφωνο σηκώνουν
προσκαλούνε κι άλλα ρούχα
και γελούν-και ξεφαντώνουν.
Και το σπίτι όλο αλλάζει
σε παράδεισο ενδυμάτων
και φωτίζονται όλα γύρω
με τη λάμψη των χρωμάτων.
Ζακετάκια, ταγιεράκια,
φουστανάκια και φουστίτσες
κι απαλά εσωρρουχάκια
κι αραχνόφαντες καλτσίτσες
με κοστούμια και πουλόβερ
ταιριασμένα περπατούνε
αγκαλιάζονται, φιλιούνται
και 'λαφρώνουν… και πετούνε...
Και χαρά θωρείς να λάμπει
στα ωραία πρόσωπά τους
που για λίγο μόνον έστω
δεν ειν' άνθρωποι κοντά τους.
Μια στιγμή μόνο πριν έρθω
τα κοστούμια μου γυρίζουν
και σα διόλου να μη λείψαν
στις κρεμάστρες τους καθίζουν.
Δε γνωρίζουν ότι ξέρω
κι έτσι όπως τα κοιτάζω
με τους άλλους τους ανθρώπους
θα νομίζουν ότι μοιάζω.
Α! Να γίνω ας μπορούσα
ένα ρούχο ευτυχισμένο
ένα ρούχο όπως εκείνα
στην ντουλάπα κρεμασμένο!
Και οι άνθρωποι όταν φεύγουν
α! να ζω-κι αυτά μαζί μου-
τη ζωή κι εγώ την άλλη
τη σωστή κι αληθινή μου…