ΙΟΥΛΙΟΣ 1826
Δεν ξέρουμε την ημερομηνία.
Σκόπιμα δεν την δίνει η Ιστορία-
Βαρύτητα και σημασία τόση
Μια μέρα δε θα μπόρειε να σηκώσει.
Ιούλιος ήτανε. Ο άγιος μήνας.
Ο χρυσοφόρος χορταστής της πείνας.
Μα όλα τα χωράφια χέρσα τώρα.
Πείνα και δυστυχία σ’ όλη τη χώρα.
Αιματωμένος ο Μωρηάς σφαδάζει
Κατ’ απ’ τον Ιμπραήμ που τον ρημάζει.
Η Ρούμελη προσκυνημένη όλη
Κάτω απ’ το Τούρκικο σπαθί και βόλι.
Γελάει χαρούμενη τώρα η Αγγλία.
Νικήτρα μοιάζει να ’ναι η Τουρκία.
Τα όρνια μαύρους ουρανούς διασχίζουν.
Των Φιλελλήνων οι καρδιές ραγίζουν.
Τώρα βαριά στο στήθος λαβωμένη
Η Επανάσταση αργοπεθαίνει.
Τα όνειρά μας τώρα σκοτωμένα
Τα πέντε χρόνια πριν αναστημένα.
Μα μες σ’ αυτήν τη νύχτα να! μια αχτίδα!
Μες στην απελπισιά να! μια ελπίδα!
Μέσα στο τόσο μαύρο μια εικόνα
Σαν χελιδόνι μέσα στον χειμώνα.
Μία εικόνα, η μόνη που στη μνήμη
Έχει απ’ αυτό το χάος στο νου μας μείνει.
Μία εικόνα οπού κλει’ εντός της
Το θάμα της Φυλής κι όλο το φως της:
Ανάπλι. Μπούρτζι. Μες στην ασφάλειά του,
Μες στα λιγόφωτα, υγρά κελιά του
Οι Κυβερνήτες μας κυνηγημένοι.
Και να σ' ένα από κείνα τι συμβαίνει:
Αγκαλιαστοί Ζαΐμης-Καραΐσκάκης.
Χάμου, νεκρά τα φίδια της αμάχης.
Οι σκιές των άξιων μας προγόνων γύρω
Βαθιανασαίνουν της στιγμής το μύρο.
Ο Γιος της Καλογριάς χαρτί κρατάει
Και με κλαμένα μάτια το κοιτάει.
Και το χαρτί, της Αρχιστρατηγίας-
Εκείνο κεραυνός-κι αυτός ο Δίας.
Κι αυτά τα λόγια θα ’τανε γραμμένα
Πιο πριν απ’ τους δυό άντρες ειπωμένα,
Αν η εικόνα αυτή είχε λεζάντα:
«Καραϊσκάκη, στους κινδύνους πάντα
Ο Έλληνας τα πάθη του ξεχνάει.
Και τώρα η Πατρίδα μας ζητάει
Να δώσουμε τα μίση μας στη λήθη".
«Ναι. Το ζητάει.» , ο ήρως του αποκρίθη.
(«Αυτό περίμενες. Λοιπόν χτικιάρη;
Να το! Κανένας δε σου τόχει πάρει.
Ας δούμε τώρα τι μ’ αυτό θα κάνεις-
Τι θα προλάβεις-ώσπου να πεθάνεις.
Παρ’ το. Καλογραμμένο και μεγάλο.
Αλλά, μην περιμένεις τίποτ' άλλο-
Στρατό,τροφές ή και πολεμοφόδια-
Μον' άφθονα να καρτεράς εμπόδια.
Ας δούμε τι θα γίνει και με σένα.
Παρ’ το. Έτσι κι αλλιώς όλα χαμένα.
Εδώ είναι γύφτο. Παρ’ το. Όλο δικό σου.
Και γράφει μέσα του το θάνατό σου").
Τρέμετε της Τουρκιάς τ’ άγρια τ’ ασκέρια.
Δωριείς και Αχαιοί δώσαν τα χέρια.
Τρέμετε. Ο Γιός της Καλογριάς οπλίστη
Με την Τιμή του Εθνους και την Πίστη.
Ντροπιάσματα και προσβολές αιώνων
θα ξεπλυθούν σε λίγους μήνες μόνον.
Κι ολόρθη θα σταθεί η Ελλάδα πάλι
Καθάρια και Πανώρια και Μεγάλη.
..Αλλά, μη σε κρατώ Καραϊσκάκη:
Το λαΐκό ανέμισε μπαϊράκι,
Αγνόησε τη φτωχή μου την παλέτα,
Και τρέξε. Και ροβόλησε. Και πέτα.
Μες στη χρυσή τη μοναξιά τους-άκου!
Αδημονούν Κομπότι… Σοβολάκου...
Τη συντροφιά τους σου ζητούν την άλλη
Τη Θεία, την Τιτάνια, τη Μεγάλη.
Βιάσου Καραϊσκάκη. Σού απομένει
Εννιά μηνών ζωή. Ευλογημένη
Κάν’ τηνε άθλων Ηρακλείων γεννήτρα
Την καρπερή του ηρωισμού σου μήτρα.
Μέσα της συνοστίζονται-βρυχιούνται
Παιδιά που βιάζονται ... που να! Γεννιούνται!
Να τα Δερβενοχώρια! Το Χαϊδάρι!
Να αντίς τα μαύρα όρνια οι άσπροι γλάροι.
Να η Δομπραίνα! Να! η Αράχωβά σου,
Το διαλεχτό μες σ’ όλα τα παιδιά σου.
Και να το Δίστομο! Το Τουρκοχώρι!
Καθένα πιο ακριβό από τ’ άλλα θώρι…
Μάντρα του Σαρδελά, το Κερατσίνι
Όπου με την Καστέλλα ένα εγίνη.. .
Να τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου
Τα ορθολογικά κι αστραφτερά σου.
Και να ξανά η Ελλάδα αντρειεμένη.
Να πάλι η Ρούμελη λευτερωμένη.
Να τα όνειρα μας όλα σαρκομένα.
Και να τα γέλια των εχθρών παμένα.
Να η Τουρκιά να στέκει στη γωνία
Και τ’ άστρο σου να βλέπει μ’ αγωνία
Που όσο ψήλωνε και πιο φαινόταν
Και τόσο το δικό της θαμπωνόταν.
Και να ’σαι! ο μεγαλύτερος απ’ όλους
Τους νους του τόπου μας τους φεγγοβόλους!
Να η στρατιωτική σου ιδιοφυΐα
Που άλλη δεν ξανάδε η Ιστορία!
Και να το "όχι" σου στην προδοσία..
Και να η τραγική σου η θυσία…
Και να η Δόξα Σου ήρωα πρώτε
Ίδια και σήμερα όπως και τότε!..