ΟΙ ΜΗΧΑΝΕΣ
(Λος άντζελες 1987)
Πως βρέθηκε στου VALLEY την κοιλάδα;
Που πήγε η πρωτινή του η ικμάδα;
Πού είναι ο μικρός ο καφενές
Πούπινε με τούς φίλους του το νες;
Τώρα η ζωή τον εζαπόστειλε φυγάδα
Στο FACTORY του VALLEY η ρημάδα
Κλωστές να βλέπει άσπρες και λινές
Να τρέχουν σ’ ένα διώξιμο απηνές.
Τις μέρες του θυμάται στην Ελλάδα
Τα λούλουδα του Μάη, τη λιακάδα,
Τη βόλτα τις βραδιές τις γιορτινές-
Αγνές μικρές χαρές αλλοτινές…
Του φέρνει σαν τη σκέφτεται ζαλάδα
Η οσμή της μαργαρίτου που εμάδα
Κι εικόνες πιά του είναι μακρινές
Οι νύχτες του χωρίου οι εαρινές.
Πίνοντας μια πικρή πορτοκαλάδα
μονάχα να κοιτά του μένει αράδα
Με βλέμα απελπισμένο κι απλανές
Τις δέκα πλεχτικές τις μηχανές…