Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

 Ο ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ
 Στην κόρη της Βάσως Κάθυ, με αγάπη

Να ’ξερα-που’ναι οι ψυχές-
να πάω να τις ρωτήσω
και να τους πω: "Γιατί ψυχές
μπαίνετε μες στο σώμα;

Ποιο χέρι στην αιώνια σας
την ύπαρξη απλώνει
και στο θνητό έτσι κορμί
σας φυλακάει τ’ ανθρώπου;

Και σεις γιατί την πρώτη σας
ουσία δεν ξεχνάτε
κι ακίνητες κι αμίλητες
δε στέκετε εκεί μέσα

μόνο τα βελουδόπλαστα
φτεράκια αργοχτυπάτε-
και κάθε χτύπος ευλογιά,
μάλαμα και ’φροσύνη-

μόνο το διαμαντένιο σας
το φως γλυκοσκορπάτε-
και  κάθε αχτίδα του χαρά
και λάμψη κι ομορφάδα;"

Ύστερα να κατέβαινα
ήθελα από τα ύψη τα ύψη
των καθαρών τους των κορφών
και μέσα να βυθίσω

στού νου τις πετροκάμωτες
και σκοτεινές χαράδρες
και με φωνή που ο άδικος
ο πόνος την τρανεύει

να του φωνάξω: "Πες μυαλό
κι συ με τη σειρά σου,
ποιος μες στο άδειο το καυκί
σε όρισε του ανθρώπου,

να τρως από την τέρψη του  
να πίνεις τη χαρά του,
κάθε του γλυκοθάμπωμα
να πικροχρωματίζεις,

κι ό,τι η ψυχή γεννάει καλό
και απαλό κι ωραίο
με τα γαμψά να το ξεσκείς
και μυτερά σου νύχιά-

ποιος στο σερνόμενο έδωσε
το φίδι, εξουσία
να ’χει στο λεύτερον αητό
πάνω, τον υψικράτη;"

Κι ανήμπορος τα δύο τους
ν’ ακούσω τι μου λένε,  
κι απάνω απ’ τ’ αγεφύρωτα
κρεμάμενος τα χάη,

και πριν να πέσω να χαθώ,
και πριν ξαναγυρίσω
απ’ το μηδέν που βρίσκομαι
στο τίποτα από όπου ’ρθα,

φριχτή να βγάλω μια κραυγή
κι οι Κόσμοι να τρεμίσουν
στριγγιά φωνή που ν’ ακουστεί
στα μάκρη των Συμπάντων:

"Ποιος σαδιστής δημιουργός
έπλασε τέτοια αμάχη
και μέσα την εφύτεψε
στ’ ανθρώπινα τα στήθια;

Ποιου πλαστουργού ανίερου
η διεστραμμένη σμίλη
έχει ένα τέτοιο σύμπλεγμα
πανάθλιο σμιλέψει

και το ζωντάνεψε και μες
στ’ ανθρώπινα τ’ αλώνια
το ’ζεψε, κι ασταμάτητα
γυρίζοντας εκείνο

ποδοπατάει αλύπητα
την ευτυχία τ’ Ανθρώπου
χωρίς αυτή όχι καρπό,
μα ούτ’ ανθί να δώσει:

Ποιος; Ας φανερωθεί λοιπόν
ώστε προτού να σβήσω
πάνω στο σιχαμένο του
το πρόσωπο να φτύσω."

Μα ούτε τότε απόκριση
θα έπαιρνα καμμία.
Μόνο θ’ ακούγονταν βραχνός
μέσα στην ερημία

ο αντίλαλος απ’ τις τρανές
φωνές μου που θα ’ρχόνταν
από μακριά κι από βαθιά
κάπου, σαν όπως φτάνει

στ’ αυτιά μας το υπόκωφο
βόγγημα της γυναίκας
όταν αυτή κάτω από μας-
μπροστά μας σπαρταράει.

(Λος Άντζελες, 1996)