Και κάτι πατριωτικό-τρομάρα μας-μέρες πούναι
Ι
ΖΑΛΟΓΓΟ
Αφού ερήμαξε πρώτα τους Τούρκους
ήρθε η ώρα να χαθεί το Σούλι.
Αλλά τους όρους του και τότε βάζει
Ώστε οι κάτοικοί του να σωθούνε.
Κι ενώ βαδίζουν όλα με το σχέδιο
Το λόγο τους οι Τούρκοι τον πατάνε
Κι αρχίζουν τους Σουλιώτες να χτυπάνε.
Και κλείνουνται Σουλιώτισσες εξήντα
στην κορυφή Στεφάνι του Ζαλόγγου
και απ’ ολούθε τούρκοι τις κυκλώνουν.
Κι όλο ανεβαίνουν. Κι όλο τις ζυγώνουν.
Αυτές πρέπει απόφαση να πάρουν.
«Γυναίκες, τι θα κάμουμε;» ρωτιούνται.
«Μπροστά μας ο Γκρεμός. Πίσω οι τούρκοι.
Θ’ αφήσουμε το τούρκικο το χέρι
κορμί σουλιώτισσας να μαγαρίσει;»
Και με μια γνώμη όλες, απ’ το βράχο
στο βάραθρο πετούνε τα παιδιά τους
και το χορό κατόπι οι ίδιες πιάνουν.
Σε κάθε χορογύρο κι από μία
βουτάει στον γκρεμό. Κι αχολογάνε
του Ζάλογγου οι κορφούλες το τραγούδι.
Κι εν’ άστρο αποχτάει ακόμα η νύχτα,
κι αιτία ύπαρξης η λευτεριά μας.
ΙΙ
ΟΙ ΜΩΡΑΪΤΙΚΕΣ ΟΙ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΕΣ
Αν το εικοσιδυό ο Κολοκοτρώνης
συνέχιζε το κλείσιμο της Πάτρας
θα τον εχάνανε οι κοτζαμπασαίοι.
Γι αυτό και λύνει την πολιορκία
και για Τροπολιτσά στο δρόμο μπαίνει.
Στο δρόμο ανταμώνει ένα δεσπότη-
τον πρώην Λαρίσης- που τόνε μαλώνει
γιατί άφησε την Πάτρα κι είχε φύγει.
«’Πο πούθεν είσαι δέσποτα;» ο Γέρος.
«Από τη Δημητσάνα είμαι. Όμως
σ’ Ανατολής μεγάλωσα τα μέρη.»
«Γνωρίζεις δέσποτα κάτι πουλάκια-
τις πέρδικες τις γλυκοκελαδούσες;»
«Ναι. Κι έχουν μάλιστα φαί ωραίο.»
«Η Ανατολή έχει πουλάκια τέτοια;»
«Έχει. Μα σαν τις πέρδικες ετούτες-
τις μωραϊτικες- δεν τραγουδάνε.»
«Ξέρεις γιατί; Γιατί αυτές δεν πίνουν
νερό μωραΐτικο σαν τις δικές μας.
Λοιπόν ας κάτσει και η αφεντιά σου
μωραΐτικο να πιεί νερό-και τότες
αλλιώτικα να κελαδείς θα μάθεις.
Και τώρα δέσποτά μου την ευκή σου.
Σαν ανταμώσουμε τα ξαναλέμε.»
ΙΙΙ
ΠΑΤΕΡΑΣ –ΠΑΤΡΙΔΑ
Βρισκόμαστε στον αγιασμένο χρόνο
και στην πολιορκία των Σαλώνων.
Εκεί έπεσε γενναία πολεμώντας
ο γιος του αρματολού Θόδωρου Τράκα.
Και βλέποντας το γιο του ο πατέρας
νεκρό μπροστά του, την καρδιά του σφίγγει
κι αυτά τα λόγια μόνος σιγολέει:
«Γάμος δε γίνεται χωρίς σφαχτάρια…»
IV
ΚΑΛΑΜΟΣ.ΤΖΑΒΕΛΑΙΝΑ.1823
Κάλαμος. Η Τζαβέλαινα η Δέσπω
Του Φώτου η γυναίκα, μαζί μ’ άλλες
κυνηγημένες, κρύβονται απ’ τους Τούρκους.
Φτάνει ένα χαμπέρι κάποια μέρα
πως τα παιδιά της, Κίτσος και Ζυγούρης
εσκοτωθήκανε σε κάποια μάχη.
Αρχίζουνε το κλάμα οι γυναίκες.
Μαζί κι η Δέσπω. Ξάφνου όμως εκείνη
Πετιέται ορθή κι ισιάζει το κορμί της:
"Πάφτε ωρές τα κλάηματα" προστάζει.
"Εκείνοι πάνε στου Χριστού το δρόμο.
Πάσκα έρχεται. Λοιπόν σκωθείτε όλες
να βάψουμε τ' αυγά΄ τ’ ειν’ αμαρτία
και ο θεός μπορεί να μας θυμώσει».
Με το στανιό σηκώθηκαν οι άλλες
κι αρχίσαν να κοιτάνε τις δουλειές τους.
Και ξαφνικά, κι ενώ τ’ αυγά εβάφαν,
Νέο χαμπέρι: όχι λάθος ήταν,
κανένας δε σκοτώθηκε. Και ζούνε
Τα λιονταρόπουλα τα δυο της Δέσπως.
Δάκρυα χαράς μετά ’πο τόση λύπη.
Και η Τζαβέλαινα σταυροκοπιέται:
"Χριστέ μου δοξασμένη Σου η Χάρη
Που μου τους φύλαξες. Εγώ όμως πάντα
τους έχω και τους δύο ξεγραμμένους».
V
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ
Οι Κολοκοτρωναίοι. Μια οικογένεια
Που τόσα έχει προσφέρει στην Ελλάδα.
Και να ένα περιστατικό που δείχνει
πόσο ελεύθερο είχαν το πνεύμα
Και ασυμβίβαστη τη λευτεριά τους.
Ο Γέρος με τον αδερφό του Γιάννη
Κι ογδόντα διαλεγμένα παλληκάρια
Με αρβανίτικα ντυμένοι ρούχα-
για ν’ αποφύγουνε όποιαν υπόνοια-
πηγαίνανε στη Μάνη από τη Σπάρτη.
Και να! τρακόσοι τούρκοι απέναντί τους.
«Μόνο ένα «γεια σου» τούρκικα θα πούμε
ώστε να μας περάσουν για δικούς τους.
Προσέχτε! Τίποτ’ άλλο!» κάνει ο Γέρος.
Κι όλα τα παλληκάρια έτσι εκάναν.
Μα ο Γιάννης που ερχόταν τελευταίος
καλό δε μπορειε λόγο για τους τούρκους
ούτε στα ψέματα να πει. Τους κάνει:
«Μουρτάτες! Την κακή σας την ημέρα!»
και μάλιστα ελληνικά μιλώντας.
Και ρίχνει κιόλας και σκοτώνει έναν.
Μέχρι το βράδυ κράτησε η μάχη.
Και επληγώθηκε αλαφρά κι ο Γιάννης.
VI
ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΣ
Λίγο πριν μπούνε στης Γραβιάς το Χάνι
ο Αντρούτσος με τους λίγους του συντρόφους,
καθώς βαδίζανε, ξάφνου επετάχτη
ένας λαγός απ’ τα σπαρτά τριγύρω.
Τα παλληκάρια θέλησαν να ρίξουν.
Ο Αντρούτσος όμως "Μη ωρέ!" τους λέει,
"Κρατάτε τα φουσέκια για τους Τούρκους".
Κι αρχίζει πίσω απ’ το λαγό να τρέχει
και τόνε φέρνει πίσω ζωντανόνε.
Δε θέλει ο πόλεμος ψυχή μονάχα.
Θέλει και μάτι και αυτί και πόδι.
Θέλει και νου ξυπνό και μεστωμένο.
Γι αυτό αρχηγοί γινόνταν μόνο εκείνοι
που σ’ ολ’ αυτά ήσαν επάξια πρώτοι.
Τότε… Στο Άγιο το Εικοσιένα…
VII
ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ
Όταν δοξάζονταν τα Δερβενάκια
ένα βοσκόπουλο μακριά στεκόταν
και κοίταζε περίεργο τη μάχη.
Το βλέπει ο Γέρος του Μωρηά: «Τι στέκεις
Και δεν τραβάς, ωρέ, να πολεμήσεις;»
"Να! άρματα δεν έχω Καπετάνιε…"
"Και η μαγκούρα σου όπλο δεν είναι;
Τράβα και σκότωσε μ’ αυτή έναν Τούρκο
Και πάρτου τ’ άρματα του και τα ρούχα".
Και τη μαγκούρα έχοντας για όπλο
Χώθηκε το βοσκόπουλο στη μάχη.
Προς το βραδάκι μπρος στο Γέρο ήρθε
και περηφάνια στάθηκε γεμάτος
ένοπλος ένας καλοφορεμένος.
«Ποιος είσαι βρ’ Ελληνα;» του κάνει ο Γέρος.
«Εγώ! Δε με γνωρίζεις Καπετάνιο;
Εγώ είμαι που μ’ έστειλες το γιόμα
Με τη μαγκούρα μου να πολεμήσω.
Με την ευκή σου έκαμα όπως μου ’πες».
Ο Γέρος τον εγέμισε μ’ επαίνους.
Και όπου έβρισκε την ευκαιρία
τον έφερνε παράδειγμα σε άλλους.
VIII
ΖΑΧΑΡΙΆΣ
ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΝΤΑΡΜΙΡΙ
Μπουλούμπασης του Ζαχαριά μιλάει:
«Σύρε στο βιλαέτι το δικό σου-
πήγαινε στο Μυστρά ορέ Γκιαούρη.
Δικό μου βιλαέτι ο Άγιος Πέτρος!»
Και η απάντηση του Καπετάνιου:
«Μωρέ μπουλούμπαση, όπου κι αν πάω
ετούτη ειν’ η δικιά μου η πατρίδα.
Εσένα η πατρίδα σου ειν’ η Μέκκα.
Σήκω λοιπόν και τράβα εκεί πέρα.
Εγώ εδώ το αίμα μου θα χύσω
για την πατρίδα μου τη σκλαβωμένη.»
(Πρώτη φορά μες στην τουρκοκρατία
έλληνας Καπετάνιος απευθύνει
σε αντιπρόσωπο έναν του Σουλτάνου
την πρόκληση ότι των τούρκων είναι
η φυσική η θέση τους η… Μέκκα
και πως οι Ελληνικές οι επαρχίες
σαν έλληνας που είναι, όλες δικές του.)
IX
ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΣ
Οι Τοΰρκοι πιάσανε με προδοσία
σαράντα Κλέφτες με τον αρχηγό τους,
τον λεβεντόκορμο τον Καραχαλιο.
Και παν στην Τρίπολη να τους χαλάσουν.
"Ωρέ πασά μου" κάνει ο Καραχάλιος
Μια χάρη θέλω μόνο να μου κάνεις:
Εμένα να με σφάξεις τελευταίον."
«Στην κάνω ωρέ, γιατ' είσαι παλληκάρι."
Και τελευταίο τον έσφαξε αλήθεια.
Γιατί θαρρείς ότι ζητούσε εκείνος
να τόνε σφάξουν ύστερα απ’ τους άλλους;
Μη για να ζήσει λίγο παραπάνω;
Όχι. Την ώρα μοναχά που εκείνους
τους έσφαζε ο πασάς σαν τα κριάρια,
δίπλα στο δήμιο αυτός καθόντας
ετραγουδούσε Κλέφτικα Tραγούδια
τους μελλοθάνατους για να θαρρύνει.
Και το κατάφερε. Γιατ’ είναι θεία
στον κόσμο προσφορά η ψυχή τ’ ανθρώπου.
Και στα δημοτικά μέσα τραγούδια
Ενού Λαού πάντα η ψυχή μιλάει.
X
ΚΑΨAΛΗΣ
Αν άνθρωποι εγεννιόντανε οι πόλεις
το Μεσολόγγι θα ’ταν ο Χριστός τους.
Όταν εκείνο έπεσε, ο Καψάλης
στα Καψαλέϊκα τα σπίτια μέσα
συνάζει γυναικόπαιδα, γριές, γέρους
κι όλους εκείνους που καλλίτερα είχαν
στου θάνατου να πάνε τα σκοτάδια
πάρα να πέσουν στων τουρκών τα χέρια.
Οι τούρκοι πλησιάζουν ολοένα.
«Βγάτε στα παραθύρια ωρές γυναίκες
να σας ιδούν οι τούρκοι, να προστρέξουν
να στείλουμε όσο πιο πολλούς μπορούμε
εκεί που άβλαβοι είναι για τον τόπο».
Κι όταν πολλοί εμαζευτήκαν τούρκοι
βάζει φωτιά ο Καψάλης στο μπαρούτι.
Κι οι τούρκοι πέσανε νεκροί στο χώμα,
κι οι έλληνες στον ουρανό ανεβήκαν.
Να πάμε και νωρίτερα από το Ζαχαριά και απ’ το εικοσιένα;
Πάμε:
ΜΑΡΟΎΛΑ-1474
Είναι φορές που μια στιγμή του καταλύτη Χρόνου
κάποιου ανθρώπου την ψυχή με πάθος αγαπάει.
Τότε πηδάει απ' των Καιρών το βουερό ποτάμι
και την ψυχή που αγαπάει πηγαίνει κι αγκαλιάζει.
Κι ενώ ο Χρόνος φεύγοντας όλα μαζί του παίρνει
των δυο μένει αχάλαστο το σύμπλεγμα κι αιώνιο
και σαν αστέρι ολόλαμπρο τον σκοτεινό φωτίζει
τον δρόμο των απέλπιδων και σκότιων των ανθρώπων.
Λήμνος. Και είναι Άνοιξη. Και ο Σουλεϊμάνης
πολιορκεί το Κόκκινο-ένα χωριό της Λήμνου.
Μες στους πολιορκούμενους είναι και η Μαρούλα-
μία μικρή, ατσαλόκαρδη, γλυκιά ελληνοπούλα.
Σα βλέπει να σκοτώνεται ο πατέρας της στη μάχη
αρπάζει την ασπίδα του, παίρνει και το σπαθί του
κι ορμάει στους πολιορκητές ενάντια μοναχή της
φωνάζοντας: «Έι! Ελληνες! Εμπρός! Ακολουθάτε!
Πατέρες κι άλλους και παιδιά η πατρίδα θα γεννήσει.
Μ' αν την πατρίδα χάσουμε, κι εμείς χαμένοι όλοι!»
Και θάρρος πήραν οι γραικοί, κατόπι της όρμησαν
και τον Σουλεΐμάν-πασα τον πήραν του κυνήγου.
(αργότερα κι άλλα)