ΚΟΙΜΗΘΗΚΑΜΕ ΑΠΟΨΕ
Κοιμηθήκαμε απόψε μονάχοι
Και τόσο μικροί που το σπίτι
Μεγαλείο στις πέτρες του εζήτει
Και συντρόφεμα από το στάχυ.
Τεράστια η σκια μας εσκιούσε
Του ζόφου, και βαριά η απουσία
Τα μεγάλα της χέρια εκινούσε
Και μας έραινε απελπισία.
Ένας θόρυβος απ’ το κρεβάτι
Σχίζει ξάφνου της νύχτας το δίχτυ
Κι αφηνιάζει το ανήσυχο ατι
Που φρουμάζει στο μεσονύχτι.
Είναι η χάλκινη αδερφή μας
Και ο ανεψιός μας ο ξένος
Που προσχήματα τη ζωή μας
Πλυμμυρίζουν με ορμή και μένος.
Σε καιρούς παλιούς λησμονημένοι
Μετρημένοι με άλλον πήχυ
Στο σκοτεινό κάδρο τους κλεισμένοι
Απροσπέλαστοι, γελούν όπως τύχει.
Και το πρωί τι ήταν εκείνα
τα βαθουλώματα στα στρώματά τους
Και τι φοβέρα επρομήνα
το κρατημένο μίλημά τους…