Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

 ΦΛΩΡΑ
ή
ΣΤΟ ΚΑΛΥΒΙ


(Η Φλώρα μιλάει καθώς συγυρίζει το καλύβι της)

Κάτσε κι εσύ καλά λοιπόν. Πώς και δεν υπακούς στους νόμους της Φυσικής; Οι άνθρωποι τόσο καλά τους έχουνε ορίσει. Καημένο μου… πόσα χρόνια άραγε από τότε που ρίζωσες σαν δέντρο στη γη πάνω χρειάστηκαν για να γίνεις ετούτο το ξύλινο κουτί; Πόσα χρόνια πήρε και για μένα από τότε που ρίζωσα στη γη να γίνω αυτό που είμαι τώρα; Και τι είναι τα «χρόνια»; Και τι είναι «ρίζωμα»; Λέξεις… λέξεις… λέξεις που δεν ξέρουμε από πού ήρθανε. Όπως και μεις δεν ξέρουμε από πού ήρθαμε. Κι ούτε ξέρουμε πού πάμε. Φτηνές φιλοσοφίες. Μα είναι οι μόνες. Ό,τι έχουνε πει όλου του κόσμου οι φιλόσοφοι, σ’ αυτό το αδιέξοδο καταλήγουν. Κανείς δεν απάντησε στα ερωτήματα αυτά. Η μητέρα μου έλεγε: «ο θεός όλα τα ’χει κρυφά». Κι εγώ άκουγα θεός και νόμιζα πως είναι κάποιος μεγάλος άνθρωπος που μένει στον ουρανό και που έφτιαξε και ρυθμίζει όλα. Και ρωτούσα: το θεό ποιος τον έφτιαξε; Και μου λέγανε: «να είσαι καλό κοριτσάκι και να μη ρωτάς τέτοια πράγματα γιατί ο θεός θα σε τιμωρήσει». Μόνο σα μεγάλωσα έμαθα ότι αυτή η ερώτηση και μόνο αρκούσε για να εξαφανίσει το θεό τους-η ερώτηση που έκανε ένα μικρό κοριτσάκι. Θρησκεία! Το όπιο του λαού! Βλακείες μικρών ανθρώπων με μεγάλα συμφέροντα. Δε λέω, κάποτε οι θεοί ωφέλησαν τον άνθρωπο. Ήταν τότε που θεοί ήτανε ο κεραυνός, η φωτιά, η βροχή. Και οι προσευχές των πιστών ήτανε προσευχές προς το θεό να μη τους βλάψει με τη δύναμή του. Μα τώρα που οι άνθρωποι είδανε, τώρα που οι άνθρωποι ξέρουν, γιατί ακόμα πιστεύουν σε θεό; Κολοκύθια-κανένας δεν πιστεύει. Οι μεγάλοι λένε ψέματα εν γνώσει τους και οι μικροί, όσοι είναι κουτοί τα χάφτουν και όσοι είναι έξυπνοι κάνουν πως τα χάφτουν. Κι έτσι περνάει η ζωή. Γιατί κάπως πρέπει να περάσει η ζωή. Γιατί κάτι πρέπει να κάνει κανείς στις ελεύθερες ώρες του. Δεν μπορεί όλο να κοιμάται και να δουλεύει. Έτσι δημιουργεί ένα θέατρο και μέσα του βάζει χαρτονένιες φιγούρες΄ κι αυτός, καθισμένος στην πλατεία, παρακολουθεί τι συμβαίνει πάνω εκεί και διασκεδάζει μ’ αυτά ή βασανίζεται. Μερικές φορές μπερδεύει τις φιγούρες με τους άλλους ή με τον εαυτό του. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της μεγάλης του απασχόλησης με το θέατρο-της πολλής ώρας που έχει καταναλώσει κοιτάζοντάς το κάθε μέρα. Έτσι μερικοί άνθρωποι νόμισαν ότι είναι φιγούρες και ανέβηκαν πάνω στη σκηνή, ενώ από την άλλη φιγούρες κατέβηκαν στην πλατεία νομίζοντας πως είναι άνθρωποι. Κι όσοι ανέβηκαν στη σκηνή απαιτούν από τους ανθρώπους να τους σέβονται σα θεούς, σαν ήρωες ή σαν ιδρυτές θρησκειών Και κείνοι που κατέβηκαν από τη σκηνή λένε πως είναι θεοί ή γιοι θεών που κατέβηκαν στην πλατεία για να διορθώσουν τα κακά του κόσμου, ή πως είναι σοφοί, άγιοι, σωτήρες μ’ ένα λόγο της ανθρωπότητας, που χωρίς αυτούς θα χάνονταν η καημένη. Και φτιάχνουν εκκλησίες και απασχολούν παπάδες, που πλήθη κόσμου βρίσκουν μιαν απασχόληση να τους ακολουθούν. Και οι μεγάλοι στρατηλάτες φτιάχνουν στρατούς και κινάνε πολέμους και κάνουν εκστρατείες ως τα μάκρη της γης και νικιούνται ή νικάνε και γυρίζουν και πεθαίνουν για ν’ αφήσουνε τα χώματα που άρπαξαν στους απογόνους τους κι εκείνοι να τα σκορπίσουν ή να τα φάνε. Κι έρχονται μεγαλοαπατεώνες που βρίσκοντας κατάλληλο το έδαφος κάνουν μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς το πολιτικό, το θρησκευτικό, το φιλοσοφικό. Και αποκτούν κι αυτοί οπαδούς και ματοκυλάνε τον κόσμο και ύστερα φεύγουν, αφήνοντάς τον σε χειρότερη πάντοτε μοίρα απ’ όποια τον βρήκαν όταν ανάλαβαν να τον σώσουν. Πώς βρίσκουν χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους και τους ακολουθούν; Πώς καταφέρνουν να κοροϊδεύουν τόσους πολλούς; Τόση ανεπάρκεια υπάρχει λοιπόν στους ανθρώπους; Τόσο είναι αυτοί άναιμοι; Όχι, δεν μπορεί να είναι άνθρωποι αυτοί. Δεν μπορεί να είναι άνθρωποι αφού υπακούν σε κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό τους. Δεν μπορεί να είναι άνθρωποι αφού πιστεύουν σε θεούς, υπακούνε σε διαταγές, πειθαρχούν σε νόμους, υποτάσσονται σε καταστάσεις. Δεν είναι άνθρωποι. Είναι υποταγμένα όντα. Άνθρωπος είναι ο ξεχωριστός, ο ανόμοιος, ο μοναχός, ο ανυπόταχτος, ο ανεξάρτητος. Ας φτιάξω ένα καφέ. Μ’ αυτά πονοκεφαλιάζω. Από τότε που ζω μόνη ο καφές μού έχει γίνει απαραίτητος. Καφές! Χιλιάδες, εκατομμύρια υποταγμένα όντα εργάζονται στη βιομηχανία του. Για να παρουσιάσουν τέλος στον αγοραστή ένα φάκελο με την ουσία αυτή μέσα του, που πίνοντάς την αυτός, θα έχει να περάσει κάπως την ώρα του, ή θα του περάσει ο πονοκέφαλος. Και γιατί αυτό; Για να μην πονάει ο άνθρωπος. Και γιατί να μην πονάει; Για να ζήσει μια καλή ζωή. Και γιατί να ζήσει; Εδώ σταματάνε οι λογικοφανείς εξηγήσεις και αρχίζουνε οι βλακείες. Να και η αρκούδα. Όλο και περισσότερο με πλησιάζει τελευταία. Έρχεται, χτυπάει το παράθυρό μου με τα χέρια της. Βγαίνω, την κοιτάζω, τη χαδεύω. Όταν της δώσω τίποτε φαγώσιμο δεν το παίρνει. Ύστερα φεύγει πάλι, σιγά σιγά περπατώντας και με σκυφτό κεφάλι. Πάρε καλή μου… πάρε… δε θέλεις-α! λάθος έχει γίνει στο βάφτισμα. Ανθρώπους έπρεπε να λένε τα ζώα! Ζούνε ανθρώπινα: ελεύθερα, ανεξάρτητα, μόνα. Κάτσε εκεί και βλέπε με καλή μου… άραγε είναι καλή η ζωή για τα ζώα; Για τα υποταγμένα όντα ξέρω-ζωή είναι η ίδια η δυστυχία. Ζωή! Ένας αγώνας για το τίποτα. Για ένα κομμάτι ψωμί, για πλούτη, για δόξα… ένας αγώνας για το τίποτα. Ένας αγώνας που αφήνει όλους νικημένους. Και πεθαίνουν τα άμοιρα, υποταγμένα όντα με το χέρι απλωμένο για να πάρουν κάτι που κανείς δεν υπάρχει να τους το δώσει… Η ζωή η αγαπητή! Η ζωή η ποθητή! Η ζωή η μοναδική!.. Ας περνούσε ο άνθρωπος από δίπλα της χωρίς να της δώσει σημασία! Τότε όλα θα ήταν εντάξει-η ζωή στην ασημαντότητά της και ο άνθρωπος στο ύψος του. Ενώ τώρα όλα χαμένα. Η ζωή λιώνει ανάμεσα στους τροχούς της τους ανθρώπους. Κοιτάζω τους κακόμοιρους τους άντρες. Τους κακότυχους. Τους δύστυχους. Που τρέχουν πίσω από τις γυναίκες σαν ζητιάνοι… πώς τις περιτριγυρίζουν ελπίζοντας ότι εκείνες θα κοιμηθούνε μαζί τους… πώς κάνουνε ό,τι μπορούνε για να σκαρφαλώσουν στο κρεβάτι τους… μιλάνε, γελάνε, υπόσχονται, πληρώνουν, εκθειάζουν, γελοιοποιούνται. Δυστυχισμένοι, κακόμοιροι άντρες, τι μοίρα που σας έχει οριστεί, να γυρεύετε σ’ όλη σας τη ζωή και ποτέ να μη βρίσκετε… κακόμοιρα υποταγμένα αντρικά όντα! Με τριγύριζαν και μένα οι άντρες. Δειλά, με τη μέση σκυφτή, παρακαλώντας. Πώς να κάνεις έρωτα μ’ ένα υποταγμένο όν; Πώς να μοιράσεις την ελευθερία σου μ’ ένα σκλάβο; Πόσο ποθούσα να ’ρχονταν κάποιος και να σταθεί απέναντί μου με το κορμί του στητό και να μου πει «θέλω να κάνω έρωτα μαζί σου»… Θα ’πεφτα στην αγκαλιά του πριν τελειώσει τη φράση του. Κι αν ακόμα στα μάτια των άλλων γυναικών ήταν ο ασχημότερος πάνω στη γη, για μένα θα ’τανε ο πιο ωραίος. Έτσι να κάνεις έρωτα, ναι! Άγια μοναξιά! Χωρίς υποταγμένα όντα δίπλα σου, χωρίς ταπεινώσεις για ό,τι η ύπαρξή σου ζητάει μόνο για να δικαιωθεί, χωρίς βασανιστές. Μακριά από την κοινωνία, τον παράδεισο των υποταγμένων όντων, τον δήμιο των ανθρώπων.
Η κοινωνία! Η πηγή της δυστυχίας του ανθρώπου! Μια μαύρη αγορά που μια ζωή ανταλλάζεται μ’ ένα ζευγάρι παπούτσια, με ένα πανωφόρι… Γιατί να μην ντύνεται και να μην ποδένεται καθένας μόνος του; Ας το κάνει. Όσο μπορεί. Μετά ας κρυώσει, ας αρρωστήσει, ας πεθάνει. Ας ζήσει τρώγοντας φαγητό που θα βρίσκει μόνος του. Όσο μπορεί. Μετά ας πεθάνει. Ας γιατρέψει όσες αρρώστιες μπορεί μόνος του. Μετά ας αρρωστήσει, ας πεθάνει. Όπως κάνω εγώ. Ενώ αυτοί; Μια συνεχής πάλη. Για τι; Για ποιον; Για τον εαυτό του καθένας; Όχι. Τότε για ποιον; Οι κυνικοί θ’ απαντήσουν: «για τον εαυτό του καθένας». Μα εδώ είναι ο παραλογισμός-αναλώνει τον εαυτό του κάποιος για να κάνει πράγματα με άλλους, από άλλους, για άλλους. Ω! Μοναξιά! Δόξα του ανθρώπου! Πού είσαι; Μα τι θέλεις καλή μου αρκουδίτσα; Μήπως πείνασες; Έχω εδώ κρέας, έχω και χορταράκια. Φάε! Να σε χαδέψω θέλεις; Ω! Καλή μου αρκουδίτσα-ή αρκούδε, δεν ξέρω τι είσαι… άραγε έχετε και σεις τους δυνάστες σας; Έχετε και σεις θεούς; Έχετε βασανιστές στην πόλη σας; Έχετε κάποιους που σας κλέβουν το φαί από το στόμα κι εσείς τους ευχαριστείτε κι από πάνω; Όχι βέβαια, δεν έχετε. Έχετε παπάδες που για να σας κρατάνε σκλαβωμένους σας υπόσχονται μέλι στον ουρανό όταν πεθάνετε, και που σας φοβίζουν με φλόγες και πίσσα καυτή; Όχι, δεν έχετε… Τι με κοιτάζεις; Αλήθεια λέω-δεν είναι έτσι; Ναι, αυτό θέλεις να μου πεις, το βλέπω μέσα στο βλέμμα σου το γεμάτο κατάφαση και ευγένεια και τρυφερότητα και… ανθρωπιά θα έλεγα… Έχεις και συ βρει την ελευθερία σου καλή μου αρκουδίτσα; Έκανες και συ τη μεγάλη σου επανάσταση που για να την τολμήσεις θα πει πως έχεις γίνει πια ικανή γι αυτήν; Πέρασες κι εσύ μια ζωή γεμάτη θλίψη και μόνο θλίψη και όλο θλίψη; Ένιωσες στο πετσί σου την αδιαφορία; Πάλεψες να φανείς γενναία και να μη δώσεις σημασία σε όσα συμβαίνανε γύρω σου, ώσπου είδες πως αυτό ήτανε αδύνατο; Είπες: «ας μη γνοιαστώ για την αδικία που γίνεται στον φτωχό», μέχρι που η αδικία γίνηκε μαστίγιο που σε μαστίγωνε; Έδειξες διάθεση να φιλιώσεις μέσα σου τη μοίρα του ανθρώπου με την ελπίδα, ώσπου η ελπίδα σ’ έπνιξε μανιασμένη για την ασέβεια που της έδειξες δίνοντάς της αυτόν το ρόλο; Για χρόνια φούσκωνε μέσα σου το πάθος για μιαν αληθινή ζωή; Τότε καλή μου είσαι αδέρφι μου. Και πες μου, παντρεύτηκες κι εσύ; Σε ανέβασε και σένα η ζωή πάνω στη λαμαρίνα την καυτή για να σε μάθει να χορεύεις; Εγώ παντρεύτηκα. Εγώ είχα αποκτήσει φίλους. Ζούσα κι εγώ κάποτε στην κοινωνία. Ω! Μακριά! Μακριά! Μακριά ο ένας άνθρωπος από τον άλλο! Δυο απόμακρα αντικριστά βουνά είναι πιο κοντά από όσο δυο άνθρωποι κολλημένοι σφιχτά. Τ’ αστέρια με το φεγγάρι, ο ήλιος με τη γη, πιο κοντά βρίσκονται μεταξύ τους από ό,τι ήμουν εγώ με τον άντρα μου. Α! οι άνθρωποι δε συναντιούνται πουθενά! Κι όταν καμιά φορά λένε: «κι εμένα μου αρέσει αυτό-να κάτι που έχουμε κοινό», και τότε ακόμα ψέματα λένε-αλλιώς έχει καθένας στο μυαλό του, αλλιώς αιστάνεται αυτό που τάχα βρήκε πως έχει κοινό με τον άλλο. Τι θλιβερό ν’ ακολουθεί ο ένας τον άλλονε μόνο επειδή έτσι πρέπει να κάνει-επειδή είναι παντρεμένοι και έτυχε να πάνε κάπου μαζί! Τι θλιβερό να πρέπει να φύγουνε την ίδια ώρα από κάπου δυο άνθρωποι επειδή ο ένας έχει αυτοκίνητο και θέλει να φύγει στις εννέα, όταν ο άλλος θα ’θελε να μείνει εκεί μέχρι τις έντεκα! Τι θλιβερό να παίζει κάποιος με τα κλειδιά του και ο άλλος να ενοχλείται απ’ αυτό! Τι θλιβερό θα ’τανε να υποφέρουν ζώντας μαζί ο ουρανός με τη θάλασσα επειδή μόνο έχουν το ίδιο χρώμα… Τραγουδάς; Ενοχλείται ο διπλανός σου. Πρέπει να σταματήσεις. Το δέντρο σου πέταξε δυο κλωνιά προς τον κήπο του γείτονα; Θα πας φυλακή αν δεν τα δεις να τα κόψεις. Ελεύθερος ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία-για φαντάσου… ο μπακάλης σε κλέβει, ο πλούσιος σε κλέβει, πας στο δικαστήριο οι νόμοι σε κλέβουν. Άνθρωποι πεθαίνουν δίπλα σου. Πρέπει να κάνεις πως δεν τους βλέπεις γιατί οι πλούσιοι τους σκότωσαν και οι δυνατοί. Κι αν μιλήσεις κινδυνεύεις κι εσύ. Ευχαριστώ, κρατήστε την κοινωνία σας για τον εαυτό σας. Ανοίγεις την ψυχή σου για να μπουν μέσα της πνεύματα και μπαίνουν είδωλα ανάλγητης ύλης. Απλώνεις το χέρι να χαδέψεις ένα τριαντάφυλλο και ξεπετάει τότε αυτό όλα τα αγκάθια του μαζεμένα και σε κατατρυπάει. Ευχαριστώ, κρατήστε την κοινωνία σας. Να μάθεις γράμματα απαγορεύεται. Μαθαίνεις μόνο ό,τι σε αφήνουν να μάθεις αυτοί που χτίσανε τα σχολεία. Κι αυτή είναι η δόξα της μεγαλειότητάς τους΄ ποιας μεγαλειότητάς τους; Η μικρότητα είναι η ουσία τους. Ξυπνάς το πρωί και πρέπει να πας να δουλέψεις. Για να βγάλεις λεφτά που θα στα πάρουν οι δυνατοί. Για να χύσεις ιδρώτα που μ’ αυτόν εκείνοι θα ευφραίνονται. Ευχαριστώ, κρατήστε την κοινωνία σας. Τα υποταγμένα όντα ας μένουν μέσα σ’ αυτήν. Για κείνα είναι πλασμένη. Η κοινωνία ας βασανίζει αυτά, ας κουρελιάζει την ψυχή τους, ας ματώνει την καρδιά τους. Τα υποταγμένα όντα ευχαριστιούνται μ’ αυτό. Νιώθουν ότι αυτό είναι ο προορισμός τους πάνω στη γη, νιώθουν πως έτσι τα έχει φτιάξει ο καλός θεός και πως θα ’τανε αμαρτία να προσπαθήσουν ν’ αλλάξουν. Τα υποταγμένα όντα τόσο μυαλό έχουν, τόσο μόνο μπορούν να κρίνουν, τέτοια μάτια έχουν, τόσο μόνο κοντά μπορούνε να δουν. Ευχαριστώ, κρατήστε την κοινωνία σας. Σεις τη φτιάξατε, για σας είναι. Εσείς όταν μένετε μέσα της νιώθετε δικαιωμένοι σαν υποταγμένα όντα. Κρατήστε την, σας ανήκει δικαιωματικά... Μείνετε ο ένας κοντά στον άλλο. Σφιχτείτε ο ένας κοντά στον άλλο, ώστε όταν έρθει η σωτηρία να μπορείτε να την πετροβολήσετε όλοι μαζί, χωρίς να της αφήσετε περιθώρια νίκης. Μα αν έπρεπε να είμαι ενωμένη μαζί σας ή με ό,τι άλλο, γιατί να γίνω μόνη κι ελεύθερη; Γιατί να ξεχωρίσω από το μεγάλο Ένα και να γίνω αυτοδύναμη και αυτάρκης; Μα κι έτσι δεν είμαι ενωμένη με όλα; Γιατί να ονομάσω ένωση τη δυστυχία; Αν ό,τι με έπλασε με ήθελε ενωμένη με κάτι άλλο γιατί δε θα με ένωνε μ’ αυτό; Δε θα ’τανε κουτό από μέρους του να με ξεχωρίσει από τ’ άλλα και να με στείλει εδώ για να ξαναενωθώ; Και τι παραπάνω ένωση; Η πέτρα δεν είναι ένα πράγμα; Έτσι δε φαίνεται στα μάτια σας ω! υποταγμένα όντα; Και όμως τα μόρια της πέτρας πόσο μακριά βρίσκονται το ένα από το άλλο… Ζώντας, υπάρχοντας, δεν είμαι ενωμένη κιόλας με όλα; Κάτι κενό δεν μας περιέχει όλα; Ίσως το κενό που έπαψε να είναι κενό από τη στιγμή που δέχτηκε τον κόσμο μέσα του; Γιατί λοιπόν να πρέπει να ενωθώ μαζί με άλλους-γιατί να πρέπει να φτιάξω άλλες μονάδες από τη μεγάλη ομάδα που μας περιέχει όλα, και μένα μαζί, και γιατί να μη ζήσω όπως θέλω, αφού τη συλλογικότητά μου κανένας τρόπος ζωής δεν πρόκειται να τη διαταράξει; Υπάρχω κι αυτό είναι όλο. Ζω κι αυτό είναι όλο. Ώσπου να πεθάνω έτσι. Γνώρισα και τη ζωή με άλλους. Γνώρισα και τη συζυγική ζωή. Γάμος! Τι ντροπή που νιώθω τώρα γι αυτήνε μου την απόφαση! Γάμος! Δυο άνθρωποι που πηγαίνουν μαζί σ’ ένα μέρος όπου καίνε κεριά, κάποιος μαυροντυμένος διαβάζει κάτι, και ύστερα από αυτό λέει, ανήκει ο ένας στον άλλο. Εγώ όμως δεν μπορούσα να κοιμηθώ με το φως ανοιχτό, ενώ ο άντρας που παντρεύτηκα δεν μπορούσε να κοιμηθεί αν δε διάβαζε πρώτα. Δυστυχία. Εγώ ξετρελαινόμουν για το κρεμμύδι, ο άντρας που παντρεύτηκα ούτε να το δει… πρέπει οι σύζυγοι να κάνουνε λέει αμοιβαίες υποχωρήσεις-δηλαδή να δυστυχούν και οι δύο. Τι φρίκη! Με τον εαυτό του κανείς δεν μπορεί να ζήσει και θα ζήσει με κάποιον άλλο; Κακόμοιρα υποταγμένα όντα! Πόσο σας λυπάμαι! Πόσο φτιαγμένα για την άφτερη ζωή είσαστε! Πόσο κάτω, κάτω, κάτω βρισκόσαστε… θεμέλιο της κοινωνίας είναι λέει ο γάμος-άξιο αλήθεια για ένα τέτοιο κτίριο τέτοιο θεμέλιο. Συνεταίροι: το μαχαίρι κρυμμένο για λίγο πίσω από την πλάτη του ενός ώσπου να βρει ευκαιρία να καρφωθεί στην πλάτη του άλλου. Αγάπη-το κοράκι που τρώει ό,τι έχει απομείνει από τα άλλα θηρία… τιμή, εμπιστοσύνη, ηθικότητα κι άλλα… κι άλλα… όλα βδελυρά φαντάσματα ενός βδελυρότερου νου. Συνάδελφοι στο ίδιο γραφείο; Ο κοντυλοφόρος γίνεται κάθε στιγμή κοντάρι έτοιμο να χωθεί στο στήθος του συνάδελφου. Και οι σύζυγοι ενωμένοι μόνο τις στιγμές που σαν γουρούνια κυλιούνται πάνω στο βρωμερό κρεβάτι τους. Και τότε ενωμένα τα κορμιά τους μόνο. Οι παραδόσεις τους, οι καταγωγές, οι φυλές, οι ρίζες τους, μάχη και την ώρα εκείνη δίνουν. Ο φόβος! Ο φόβος είναι που ενώνει τα υποταγμένα όντα. Και όχι ο φόβος για τα άγρια θηρία ή για τα στοιχεία της φύσης, αλλά ο φόβος του ενός υποταγμένου όντος για το άλλο. Ο φόβος που πρέπει να χωρίζει τα ανθρώπινα όντα το ένα από το άλλο, ο ίδιος φόβος είναι που, επειδή είναι τόσο ισχυρός, σπρώχνει τελικά τον ένα κοντά στον άλλο. Για να μπορεί να βλέπει καλά καλά ο ένας τα χέρια του άλλου άδεια από όπλα. Τόσος τόπος στη γη κι εκείνοι μαζεύονται σε λίγες πόλεις, κοιμούνται ο ένας πάνω στον άλλο, τρώνε ο ένας πάνω στον άλλο, δουλεύουν ο ένας πάνω στον άλλο, γιατί; Από το φόβο. Και φτιάχνουν οι δυνατοί λέει νόμους, που τάχα προστατεύουν τους πολίτες. Νόμοι: η επίσημη σκλαβιά. Όταν κατάλαβα κι εγώ πως είμαι σκλάβα, κοίταξα γύρω μου και είδα δούλους κι αφεντικά. Αηδίασα. Αυτή είναι λοιπόν η ζωή; Μια δουλεία-με χειρότερη αυτή των αφεντικών; Άφησα την ίδια στιγμή την πόλη όπου ζούσα, παράτησα τα πάντα και ήρθα εδώ. Έχτισα ετούτο το καλύβι. Έχω κότες, βάζω χόρτα. Είμαι ανεξάρτητη από όλα. Στην αρχή μου έλειπαν πολλά από όσα είχα στο σπίτι μου στην πόλη. Υπόφερα. Μα η χαρά και η αγαλλίαση που ήμουν εγώ η μόνη που κανόνιζα πια τη ζωή μου, ξεπέρναγαν τις ταλαιπωρίες μου. Μου έλειψε η άνεση, μου έλειψε ο άντρας, μου έλειψε η επίδειξη, μα όμως τι αντάλλαγμα μεγάλο για την έλλειψη όλων αυτών η ανεξαρτησία! Πόσο απάνθρωπη ήμουν εκεί… πόσο κι εγώ ήμουν ένα υποταγμένο ον! Τώρα είμαι ελεύθερη και γι αυτό ευτυχισμένη. Ό,τι κάνω το κάνω για μένα. Είμαι αυτάρκης και γι αυτό αξιοπρεπής. Καμία εξάρτηση, καμία υποχρέωση, κανένα δικαίωμα άλλο, παρά το μεγάλο και μοναδικό δικαίωμα που μου δίνει το ότι γεννήθηκα. Όλα τα άλλα καθήκοντα και όλες οι άλλες υποχρεώσεις είναι πλαστές. Μόνη μου! Μόνη μου με τα φυτά, τα ζώα, τη συνείδησή μου, το χώμα, τον ουρανό.… Σ’ αρέσει εδώ βλέπω αρκουδίτσα μου. Τι ζητάς στην ποδιά μου όμως; Όχι, δεν έχω μέλι εκεί ούτε άλλο φαγώσιμο. Να, όλα αυτά τα έχω εδώ, σ’ αυτό το πανέρι. Απ’ αυτό παίρνω και σου δίνω, αλλά συ δεν καταδέχεσαι να πάρεις κάτι να φας. Καλά, θα τα πετάξω στα τσακάλια και στις νυφίτσες που έρχονται το βράδυ. Συ κάτσε και άκου με που μιλάω. Μιλάω και για σένα αφού εσύ δεν μπορείς να μιλήσεις ανθρώπινα. Άκου με. Θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια, κοινωνία, όλα βιαστές. Βιαστές της ελευθερίας του ανθρώπου. Βιαστές της μεγαλοσύνης του, της αξιοπρέπειάς του, της δύναμής του ακόμα. Κάνουν τη δύναμή του αδυναμία. Και ο άνθρωπος ζητάει, παρακαλεί, εκλιπαρεί αντί να παίρνει, αντί ν’ αρπάζει, αντί να κατέχει τέλεια και υπεύθυνα όλες τις συνιστώσες του. Πουλιά μου εσείς, άραγε είσαστε ελεύθερα εσείς που, τουλάχιστο, πετάτε-που όλοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί για σας; Μα όχι. Γιατί ζευγαρωμένα συχνά σας βλέπω ή σε κοπάδια. Όταν κοιτάζοντας ψηλά βλέπω να στρίβετε όλα μαζί, να φτερουγάτε αντάμα, να ταξιδεύετε σαν φυλακισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, πόσο πονώ… γιατί το συντρόφεμα αντιστρατεύεται την ελευθερία. Κακόμοιρα υποταγμένα όντα! Κακόμοιρα άμυαλα όντα! Ντροπή του ανθρώπου! Κάποτε πολεμούσα τους παπάδες, τους θεούς τους, τις θρησκείες τους. «Δεν πιστεύω», έλεγα και συνέχιζα κακολογώντας όλα αυτά σαν να με ενοχλούσαν. Ήθελα να δείξω τότε σ’ όλους την ανωτερότητά μου. Τώρα όμως άλλαξε αυτό. Τώρα είμαι άπιστη χωρίς εμπάθεια για τους «πιστούς», τους παπάδες, τους θεούς. Τώρα αδιαφορώ γι αυτά. Θα μπορούσα να κάνω μετάνοιες μπροστά σ’ ένα άγαλμα του Βούδα, ή να μεταλάβω αν αυτό θα ευχαριστούσε ένα βουδιστή ή ένα χριστιανό. Μόνο ντροπή νιώθω ακόμα που λέω πως είμαι άπιστη, ντροπή γιατί πρέπει να δηλώσω κάτι που είναι υποχρέωση του ανθρώπου, απόδειξη της ευφυίας του και αυτονόητο, όσο το πώς το μαχαίρι σκοτώνει. Ντροπή νιώθω και για ό,τι δω όταν ρίξω τριγύρω το βλέμμα μου. Στα σχολεία, στην αγορά, στους πολέμους, στη στάχτη, στις ψυχές των υποταγμένων όντων, σε ό,τι για τους άλλους κρύβεται πίσω από ένα σύννεφο «ευτυχίας». Ντρέπομαι που έχω μυαλό και που μπορώ έτσι να νιώθω εκείνους που δεν έχουν. Κακόμοιρα όντα! Κακόμοιρα υποταγμένα όντα! Και πόσο φοβούνται τον θάνατο! Δεν θέλουν να πάψουν να υπάρχουν. Λες και θα μπορούσαν και να το ’θελαν ακόμα. Πόσες φορές έχουν πεθάνει ως τώρα στη ζωή τους και δεν το ξέρουν… τόσο πολύ αγάπησαν τον εαυτό τους τα υποταγμένα όντα; Τόσο το σχήμα του ανθρώπου μέσα στ’ άλλα τους έθελξε; Δε βλέπουν το κάλλος του άνθους; Δε νιώθουν τη δόξα των λόφων; Δεν τους τυφλώνει η λαμπρότητα της πέτρας; Δεν ακούνε τη μελωδία του αέρα περνώντας από τη χαραμάδα του παράθυρου; Κακόμοιρα υποταγμένα όντα! Δεν ήρθατε στον κόσμο-σας έφεραν. Δεν ζήσατε. Άλλοι για σας έκαναν, είπαν, γέλασαν. Και δεν θα φύγετε από τον κόσμο-θα σας διώξουν όποτε το θελήσουν οι δυνάστες σας. Καλή μου αρκουδίτσα μοναξιά και συ γυρεύεις; Τη βρήκες. Δεν είμαι άνθρωπος εγώ. Δεν είμαι τίποτα. Πες πως κιόλας έχω φύγει. Έτσι νιώθω. Πες πως κιόλας πέζεψα από το όχημα που οδηγεί από το Τίποτα στο Τίποτα. Ναι. Μόνο που πάω τώρα στο Τίποτα έχοντας κάνει πρώτα όλη την πορεία, έχοντας κλείσει τον κύκλο. Έχοντας βρεθεί στο ίδιο σημείο από όπου ξεκίνησα, αλλά τώρα ξέροντας. Μα τι κάνεις αρκουδίτσα μου; Γιατί μου σηκώνεις το φουστάνι και βάζεις ανάμεσα στα σκέλια μου το χέρι σου; Ω! Μα δεν είσαι αρκουδίτσα. Είσαι αρκούδος. Και μάλιστα αρκούδος έτοιμος για το αρκουδίσιο σεξ σου. Μα τι θέλεις; Με μένα να ενωθείς; Πού πήγαν τόσες αρκούδες να πας μαζί τους; Δεν καταλαβαίνω τι μου λες. Μήπως δεν σε θέλουν; Τέτοιον όμορφο αρκούδο και να μη τον θέλουν δεν το πιστεύω. Ή μήπως κάνω λάθος και δεν είναι αυτό το σεξ σου και είναι κάτι άλλο που εγώ, από αρκουδίσια ανατομία μη γνωρίζοντας το περνάω για σεξ; Για να δω… ναι, το σεξ σου είναι. Τις ίδιες ερωτήσεις –ξέρω- θα μπορούσες να κάνεις και συ σε μένα. Και ίσως μου τις κάνεις με την αρκουδίσια γλώσσα σου. Μα εγώ στο είπα, δε θέλω να κάνω έρωτα με κανένα από τα υποταγμένα όντα. Γιατί δε μου ταιριάζουνε. Γιατί δεν είναι γυμνοί όταν κάνουν έρωτα. Φοράνε τη βρωμιά τους όλη, φοράνε τη δειλία τους, φοράνε τη δουλοπρέπειά τους, φοράνε καλέ μου αρκούδε –φοράνε την υποταγή τους, έτσι που όταν τους αγκαλιάζεις, αγκαλιάζεις μαζί την ποταπότητα και τη χαμέρπειά που τους τυλίγει ολόκληρους με το γλοιώδες υγρό της-και πια τι μένει για τον έρωτα; Φοράνε ακόμα, φοράνε καλέ μου αρκούδε, φοράνε το ρολόι τους και κοιτάνε την ώρα και μετά τον έρωτα ντύνονται γρήγορα. Α! Πόσες φορές ήθελα να έχω για ερωτικό σύντροφο μια πέτρα, ένα βάτραχο, μια βαλανιδιά, ένα άχυρο… Ω! Τι υπέροχη επαφή θα ήταν αυτή με κάτι που δε σκέφτεται άλλο παρά τον έρωτα, με κάτι που δεν υποτάσσεται σε κανέναν, με κάτι αδέσμευτο από όποιαν άλλη υποχρέωση πλην από την άφεσή του σε ό,τι κάναμε την ώρα εκείνη μαζί… κι αν την ώρα της χαράς φυσούσε ένας αγέρας, το άχυρο θα έτρεμε, ο βάτραχος θα μισόκλεινε τα μάτια, η βαλανιδιά θα τραγουδούσε μισολιπόθυμα αξαίνοντας τον πόθο μας, η πέτρα θα ριγούσε (σκέψου, όλα δεν ταιριάζουν με τον έρωτα;) και το υποταγμένο ον τι θα έκανε; Θα μουρμούριζε «κρυώνω» και θα πήγαινε να φορέσει έξω από όσα μέχρι τότε φορούσε και κάποιο ρούχο. Σου λέω αλήθεια αρκούδε μου, ναι, αν ήξερα πως η πέτρα οργά για συνουσία, πως ο βάτραχος, το άχυρο, η βαλανιδιά ή ό,τι άλλο, με ποθούσαν, αμέσως θα δινόμουν στον ίλιγγο μαζί τους. Ό,τι οργά για συνουσία με βρίσκει πάντοτε έτοιμη. Θέλω να γεννήσω. Θέλω να δώσω. Θέλω να δοθώ. Θέλω να φτιάξω, να δημιουργήσω-μια δημιουργία δεν είναι όλα γύρω μας; Και πιο πολύ, δημιουργία δεν είναι όλα μέσα μας; Ένα άπλωμα, μια έκταση, μια πολλαπλότητα όλα… Τι κόσμους θα είχα ν’ απλώσω γύρω μου, ανοίγοντας μια κυψελίδα μόνο από τα πνευμόνια μου!..Θα φάνταζε μπροστά στους κόσμους αυτούς ο κόσμος που τώρα βλέπεις γύρω σου, σαν κόκκος άμμου στην έρημο μπροστά. Μα με ποιον; Και, αρκούδε μου, για ποιον; Για ποιον;.. Ναι, πια δεν έχω λάθος, ναι, το όργανό σου είναι αυτό που τρίβεις επάνω στο πόδι μου. Μα έπρεπε να το ’χω καταλάβει αμέσως όταν το είδα. Μάης είναι και το Μάη εσείς γιορτάζετε. Όπως οι κυρ-Μέντιοι. Μόνο που, ευτυχώς, δεν είναι ίδια μεγάλο με κείνων το όργανό σου. Αρκούδε μου πώς με κατάλαβες πως είμαι γυναίκα; Και ότι ταιριάζει η φύση η αρκουδίσια με τη δική μου; Ξέρω τι θέλεις να μου πεις- ότι ο έρωτας δε χωρίζει, ενώνει. Ναι, μα, αρκούδε μου, με μια γυναίκα; Μα και γιατί όχι; Αφού κι οι δύο θέλουμε γιατί όχι; Τι περισσότερο χρειάζεται απ’ αυτό; Και τώρα, με μας, εμείς είμαστε αυτοί που θέλουμε. Δεν είναι κάποιο υποταγμένο ον κάποιος από τους δυο μας, για να κάνει όχι ό,τι θέλει μα ό,τι του υπαγορεύουν οι δυνάστες του, που τόσο τους υπακούει τυφλά, ώστε να μην μπορεί ούτε να χαρεί το μοναδικό στη φύση ελεύθερο-τον έρωτα…  καλέ μου αρκούδε… θέλω και θέλεις… τι υπέροχο αίσθημα! Έλα!…