ΕΜΠΡΟΣ ΠΑΙΔΙΑ ΓΕΝΝΑΙΑ ΜΟΥ
Θα υφώσω τη σημαία μου!
Εμπρός παιδιά γενναία μου!
Νευρά και αρτηρίες μου!
Και μυ’ς μου και μυαλό μου
δωστε ένα χέρι βοηθερό
να σ’κώσω από χάμου
το λάβαρό μου-έφτασε
κι ας άργησε η σειρά μου.
Σ’ αυτόν τον τόπο πό’ γειρα
ποτάμια αίμα ολόγυρα
σαπίζουν άλλα πτώματα
κι άλλα ζεστά είν’ ακόμα.
Το πρωινό έτσι άρχισε
κι έτσι τραβάει το γιόμα.
Σφαίρες, βροντές, καπνοί παντού-
πήρε φωτιά το χώμα.
Μα πάνω από τα πτώματα
που σμίγουν με τα χώματα
σημαίες ανεμίζουνε
και πλέουν στον αέρα.
Τα χρώματά τους τα λαμπρά
στο μαύρο είναι φοβέρα
ανθός το καταχείμωνο
δροσό νερό στην ξέρα.
Ως τώρα εφοβόμουνα
και χάμου εσερνόμουνα.
Κι ωχρό ένα παλιοκούφαρο
σε λίγο θε να γίνω.
Μα τη σημαία μου στη γη
πεσμένη δεν αφήνω!
βοηθάτε με παιδάκια μου
γιατί όπου να ’ναι σβήνω!
Βοηθάτε με γενναία μου-
θα υψώσω τη σημαία μου!
Τον τόσο χρόνο που ’χασα
βοηθάτε να κερδίσω.
Πριν στου πολέμου τη βοή-
στη μάχη πριν να σβήσω,
ένα πανί τουλάχιστο
καθώς κι οι άλλοι ας στήσω