ΠΛΑΝΗ
Πολλές φορές γυρίζοντας απ’ τον περίπατό μου
κι ο νους ενώ σ’ απόκρυφους έρωτες μ’ οδηγάει
κι απ’ αγκαλιά σε αγκαλιά και σε φιλί με πάει
μία μικρούλα συναντώ εις τα μισά του δρόμου.
Μ’ αντιπερνά νωχελικά με λικνιστό ένα βήμα
και μου λιγώνει την καρδιά καθώς γεμάτη νάζι
τα μάτια μισοκλείνοντας στα μάτια με κοιτάζει
και κάποιας σπάνιας ευωδιάς μου στέλνει ένα κύμα.
Από τον πόθο φλέγεται όπως εγώ κι εκείνη
(μιλά το πράγμα μόνο του) να πάρει τα φιλιά μου
στην, ως την πλάθει, τρυφερή να γείρει αγκαλιά μου
και κει κλεισμένη ερωτικά για πάντοτε να μείνει.
Αυτό μαντεύοντας κι εγώ, έχω καιρόν αρχίσει
τα πονηρά μισόλογα, τις μικροϋποκλίσεις
τις σιγοκαλησπέρες μου, αλλ’ οι ανταποκρίσεις
από την άλλη τη μεριά σαν να ’χουνε αργήσει.
Σε κάποιον φίλο τα ’λεγα χτες στο λεωφορείο
και -σύμπτωση- την ήξερε "αυτή την κακομοίρα":
γέροι και άρρωστοι γονείς, δύο παιδιά και χήρα
και για να ζήσει εργάζεται σ’ ένα βυρσοδεψείο.
Τα μάτια τα μισόκλεινε λοιπόν γιατί νυστάζει.
Νωχελικά δε βάδιζε, μα βαριοκουρασμένα.
Κι η μυρωδιά που εξωτική μου φαίνονταν εμένα
από κανένα θα ’ναι υγρό στα δέρματα που βάζει.