ΟΙ ΣΟΒΑΡΟΙ
Τα βλοσυρά τα πρόσωπα, τα συνοφρυωμένα
μη σας γελάνε φίλοι μου-δεν είναι αληθινά.
Τα βλοσυρά τα πρόσωπα-ρωτήσετε εμένα
γιρλάντες κρύβουν μέσα τους απ’ άνθη εαρινά.
Κατ’ απ’ την άγρια όψη τους χίλια τρελά παιχνίδια
ριζώνουνε αφύτρωτα κι ανάνθιστα σπαργούν.
Μύρια κρυφά αφανέρωτα στριμώχνονται στολίδια
που αζήτητα κι αχάριστα σκουριάζουνε και σπουν.
Μες στ’ αυστηρά κι αγέλαστα, σφιχτοκλεισμένα χείλη,
αειπάρθενες ατρύγητες μαραίνονται ηδονές
κι ας μην ακούτε σεις ποτέ απ’ αυτά καλοί μου φίλοι
τις που πλαντάαζουν μέσα τους χαρούμενες φωνές.
Κι όσα δεν τρέχουν δάκρυα από τα σκληρά τα μάτια
στις μυστικές του έρωτα κυλούνε τις βραγιές
και της αγάπης τα στενά νοτίζουν μονοπάτια
που σκοτεινά φαντάσματα γεμίζουν τις βραδιές.
Τα χρόνια φεύγουν άφωτα κι οι άφωτοι κερδίζουν
τον τίτλο που ανείπωτα μισούνε: "σοβαροί".
Μα την ψυχή ματώνουνε και την καρδιά ξεσχίζουν
όλα εκείνα που αυτοί δεν έχουνε χαρεί.