ΜΕΛΙ
Περνάν οι τουρκογύφτισσες να παν στο πανηγύρι.
Οι φούστες ανεμίζουνε. Οι μπούστοι αφροφουσκώνουν.
Ανάλαφρο περπάτημα τα ποδαράκια απλώνουν
και μια δροσιά ξεχύνεται στο καυτερό λιοπύρι.
Περνάν οι τουρκογύφτισσες κι όπου το μάτι γείρει
βλέπει χεράκια μελαψά σαν πλόκαμοι ν’ απλώνουν
και κόρφους ασημόχρυσους που πόθους ξεσηκώνουν-
πόθους που μοιάζανε νεκροί και που φαντάζαν στείροι.
Πετράδια ψεύτικα τ’ αυτιά και το λαιμό στολίζουν
κι έρωτες στα μαλλάκια τους τα μαύρα παιχνιδίζουν
κι όταν το λάστιχο κορμί ξεδιάντροπα λυγάνε
μοιάζουν θεές της ηδονής και της χαράς αγγέλοι
που αν τα δροσάτα χείλια τους δαγκώσεις στάζουν μέλι
και ζαχαρένιες σαϊτιές τα μάτια τους πετάνε.