Λέει να μη μας έπιανε κείνη η βροχή στο δρόμο
Λέει να μη μας έπιανε κείνη η βροχή στο δρόμο
μέσα στο αυτοκίνητο, αλλά στο σπίτι μέσα.
Οι στάλες να μη χτύπαγαν γερά στη λαμαρίνα
αλλά απαλά στα κόκκινα χνουδάτα κεραμίδια.
Και μεις να τις ακούγαμε όχι άβολα καθόντας
στου αυτοκινήτου τις ψυχρές τις θέσεις χωρισμένοι
παρά γυμνοί, μέσα σε μια κουβέρτα στο κρεβάτι,
πυρροί απ’ τη θέρμη τ’ άψυχα κορμιά μας που θα δίνουν
καθώς μέσα στου έρωτα θα ψήνονται τη φλόγα.
Μα από την άλλη... στη γλυκιάν αγάπη αφημένοι
έτσι... τελείως αναίσθητοι... τι κάθομαι και λέω-
ή έβρεχε ή δεν έβρεχε ποιος τότε θα γνιαζόνταν;