ΜΕΙΝΕ
Της γης το κουφάρι πατώ
και μέσα του χώνω
σαν ξίφος το πόδι μου
σημαία ξεδιπλώνω
στητός χαιρετώ
καλό ξεπροβόδι μου.
Καλό μου ξημέρωμα
στο βράδυ του δρόμου
που πάω μοναχός
λευκό έχω φτέρωμα
κι αστέρια οδηγό μου
για να ’βγω στο φως.
Και μεσοστρατίς
(ποια χείλια την είπανε)
στριγγιά ακούω: "Μείνε!
Γυρεύεις να βρεις
το φως που δεν ήτανε-
το φως που δεν είναι."