"ΣΩΠΑ"
Τη νύχτα προς τις δυόμισι με τρεις
σαν μεθυσμένος μ’ αϋπνία μπεκρής
στον ουρανό κοιτάζω κι αντικρίζω
το φεγγαράκι το αργυρό και γκρίζο.
Μόνο καθώς εμένα περπατεί
στον ουρανό τον έρμο και πλατύ
χλωμό σαν άρρωστο ένα παιδάκι
και με πικρό-αγέλαστο χειλάκι.
Και λέω: "τι να κάναμε κι οι δυο
και μια ζωή περνάμε ρημαδιό…"
και λέω: "ποιος τους δρόμους μας χαράζει
και οδοιπόρους μέσα τους μας βάζει…"
Και λέω: "όποιος κι αν είναι, όσο ζει
χαρούμενη μια μέρα να μη δει-
του πόνου η φωτιά να τονε καίει
και όλο να θρηνεί, κι όλο να κλαίει..."
Και πριν ο λόγος μου κιωθεί ο φριχτός
"Σώπα! " μου λέει του φεγγαριού το φως,
"έτσι που εκεί θερμά παρακαλιέσαι
τον εαυτό σου αδέρφι καταριέσαι".