ΤΟ ΡΟΔΟ
«Καιρόν αγαπούσα
μ` αγάπη μεγάλη
αγόρι με μύριες
τις χάρες, τα κάλλη.
Του το ’κρυβα όμως
του το ’πε τ’ αστέρι
και να ’το που φτάνει
τ’ αγνό μου το ταίρι.
Πηδάει το φράχτη
στον κήπο μου μπαίνει
σφιχτά μ’ αγκαλιάζει
μαζί του με παίρνει.
Στο δρόμο αποσταίνει
μ’ αφήνει απαλά
μου πιάνει το χέρι
γλυκά μου μιλά:
Καλή μου τι θέλεις
κι εγώ θα το κάνω! -
του δείχνω η έρμη
στο βράχο επάνω:
Εκείνο το ρόδο
να πας να μου φέρεις-
κι αμέσως τον χάνω
τι τάχος δεν ξέρεις.
Ανέβηκε, κόβει
τ’ ολόδροσο ρόδο
τρελλός στη χαρά του
μου γνέφει να το ’δω.
Κατάρα στη γνέψη
στο ρόδο κατάρα
κατάρα στην τόση
που μου ’χε λαχτάρα
μια πέτρα κυλάει
το πόδι γλυστρά
και πέφτει ο καλός μου
στο ρέμα βαθιά.
Τον φτάνω. Στο χέρι
το ρόδο κρατούσε
και στ’ άλικα χείλη
χαμόγελο ανθούσε.
Φιλώ του το στόμα
σφαλίζω τα μάτια
και παίρνω τα ίδια
κι εγώ μονοπάτια.»