ΟΙ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
Επικινδύνως έκυπτεν απ’ το παράθυρον
(μόνο έτσι φαίνονταν ο δρόμος).
Κι είχε το λόγον του για ν’ ανυπομονεί-
απόψε θα της πρότεινε να παντρευθούν.
Η στάσις της είχεν πολύ αλλάξει τελευταίως.
Όπως την ήθελεν είχε επιτέλους γίνει.
Πολύ δεν εμιλούσε.
Το κάπνισμα είχε παύσει.
Να διακρίνει είχε μάθει
ένα ωραίον πίνακα, και το κυριότερον
της άρεσε κι αυτής
ώρα να μένει άφωνη κι εκστατική
μετά την κάθε αναζήτησιν χαράς
και στην υπέροχον εκείνην είχε μάθει την σιωπήν
κάθε λεπτό και πιο βαθιά να μπαίνει
καθώς εις μίαν στάσιν πλήρους χαλαρώσεως
κι οι δυο εις το κρεβάτι εξάπλωναν.
ΚΙ ΟΤΑΝ ΣΕ ΤΕΤΟΙΕΣ ΩΡΕΣ ΕΜΙΛΟΥΣΑΝ
ΕΓΙΝΟΝΤΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟΣΟ ΣΙΓΑ ΚΙ ΩΡΑΙΑ
ΠΟΥ ΑΝΤΙ ΝΑ ΔΙΑΛΥΕΙ ΕΜΕΓΑΛΩΝΕ
ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΕΚΣΤΑΣΕΩΣ ΣΙΩΠΗΝ-Α!
ΝΙΩΘΟΝΤΑΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ!
Η άλλη τώρα για τηλέφωνο έψαχνε.
Θα του ’λεγε να μη την περιμένει.
Πως άλλο δεν μπορούσε να τον ανεχθεί-
να μη μιλά!.. πού ακούστηκε!
να μη καπνίζει!.. φοβερόν!
Κι ούτε μπορούσε όρθια να μένει
και να βλέπει ζωγραφιές.
Μπορεί να μη τον έπαιρνε και διόλου.
Πολύ του πήγαιναν οι εξηγήσεις.