ΤΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ
Πάντοτε αναρωτιόμουνα γιατί τα κυπαρίσσια
τα ορθά και τα περήφανα και τα στητά και τα ίσια-
γιατί κοντά να στέκουνε-δίπλα στους πεθαμένους
συνέχεια ψιθυρίζοντας μονόλογους θλιμμένους.
Κι απόκριση δεν έβρισκα ίσα μ’ αυτό το δείλι
που μαγεμένος κοίταζα του θείου βραδιού τη σμίλη
του ήλιου χρυσοπόρφυρη μια δύση να χαλκεύει
το δρόμο ετοιμάζοντας στης νύχτας τα ερέβη.
Κι ως οι ακτίνες βιάζονταν να λάμψουν πριν τη δύση
κι η γη τα μάτια έκλεινε απ’ το φωτομεθύσι
τις βελουδένιες έβλεπα κυπαρισσοκορφάδες
φωτιά να παίρνουν και να καιν σαν φλόγες σε λαμπάδες.
Και τότε μόνον ένιωσα γιατί στους τάφους πλάι
μία σειρά κυπαρισσιών σαν τον φρουρό φυλάει:
ίσως οι άλλοι τους νεκρούς να τους ξεχνούν, μα η φύση
χωρίς κεράκια δεν μπορεί τα τέκνα της ν’ αφήσει.