ΤΟ ΜΑΡΑΖΙ
Καράβι μαύρο αρμένιζε
με μαύρα τα πανιά του.
Μαύρα φορούν οι ναύτες του
κι ειν’ η καρδιά τους μαύρη.
Την κόρη πα’ να θάψουνε
του έρμου καπετάνιου
που πέθανε απ’ τον έρωτα
κι απ’ το πικρό μαράζι.
Μαζί τους την επαίρνανε
την πήγαιναν μαζί τους
μαζί τη σεργιανίζανε
σ’ Ανατολή και Δύση.
Και σ’ ενα απ’ τα ταξίδια τους
κει κάτου στη Βομβάη
ένα ωραίο παιδόπουλο
την κόρη ξεπλανεύει.
Για μια βραδιά τη γνώρισε
για μια βραδιά τη ’χάρη
και το πρωί σηκώνεται
και κάνει για να φύγει.
"Πού πας παλληκαράκι μου
και πού μ’ αφήνεις μόνη;
Με μάγεψες-με πλάνεψες
και τώρα πας και φεύγεις;"
"Άλλο καράβι έρχεται
απόψε στο λιμάνι
και μέσα έχει όμορφες
ωσάν τον ήλιο κόρες."
"Ήλιος αυτές-φεγγάρι εγώ
βροχή κι εγώ δροσούλα
κι άμα με κάνεις ταίρι σου
καράβι θα σου δώσω."
"Εγώ γαμπρός δε γίνομαι
σε γάμο δε στεριώνω
κι έχει καράβια ο κύρης μου
σαράντα μετρημένα."
Βαρκούλα παίρνει ολόχρυση
παίρνει κουπιά ασημένια
στη θάλασσα ξανοίγεται
και πέφτει στα νερά της.