ΑΔΕΙΑ
Όπως διψώντας έρωτα τα νιόγεννα μωράκια
τα ροδαλά χεράκια τους τείνουν λαχταρισμένα
έτσι και τα κλαδάκια τους έχουνε απλωμένα
σε αγκαλιά ορθάνοιχτη τα τρυφερά δεντράκια.
Μα τίποτε-μα τίποτε δεν πιάνουν. Τον αέρα
σπαθίζουνε τα φύλλα τους-ακούσιοι δον Κιχώτες
ή που όλη νύχτα μάχονται απέλπιδα στρατιώτες
και μάθουν για την ήττα τους μόνο σαν φέξει η μέρα.
Μα τίποτε-μα τίποτε. Ολάδεια πάντα μένουν
τα φουντωτά κλαδάκια τους κι η πράσινη αγκαλιά τους.
Ό, τι τριγύρω τους θωρούν νομίζοντας δικά τους
τα προσπερνούν και τρέχοντας σ’ άλλη αγκαλιά πηγαίνουν.
Τίποτε. Και διαβαίνουνε-και φεύγουνε τα χρόνια.
Και όσο μεγαλώνουνε οι τρυφεροί τους κλώνοι,
αντί να σβει κι η πεθυμιά μαζί τους μεγαλώνει.
και φεύγουνε... και φεύγουνε... και φεύγουνε τα χρόνια.
Και φεύγουνε... και φεύγουνε... και πίσω τους ρημάδια
ζωούλες που ανάρχιστα τελειώνουνε αφήνουν.
Κι αφήνουν δέντρα γέρικα που τα κλαδιά τους τείνουν
άχρωμα, άψυχα, ξερά, και άδεια... άδεια... άδεια...