Η ΜΟΥΣΙΚΟΥΛΑ
Όταν το σούρουπο μεστώνει
και πριν ακόμα γίνει βράδυ
τις θείες νότες της απλώνει
μια μουσική γλυκιά σα χάδι.
Πέφτει απαλά σαν τη δροσούλα
μες στη σιωπή της γειτονιάς μου
όπως ανέγγιχτη νυφούλα
σε γιορτινό κρεβάτι γάμου.
Και με τρυπά σα νοσταλγία
και με πονεί σαν ερωμένη
η μαγική της μελωδία
που στον αέρα είναι χυμένη.
Μήπως του Πάνα η φλογέρα
και του Απόλλωνα η λύρα
ξεπροβοδίζουν την ημέρα
χαρίζοντάς της τέτοια μύρα;
Μήπως σε με που δε με ξέρει
τη θαλπωρή από το θέρο
και τη γαλήνη από τ' αστέρι
στέλν' η καλή που δεν την ξέρω;
Ή μην ο αγέρας απ' τα μάκρη
σοφός ως έρχεται του κόσμου
του ταξιδέματος το δάκρυ
και τη χαρά σταλάζει εντός μου;
Α! Του σπανίου τους του κάλλους
γνώστες δεν ειν' αυτοί οι ήχοι-
από ποιητές φύγαν μεγάλους
κι ήρθαν σε με να γίνουν στίχοι