Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

 

ΕΝ’ ΑΨΥΧΟ   ΚΟΥΦΑΡΙ

-Ποιος εισ’ εσύ που’ ρθες εδώ
 στο σπίτι μου απόξω
 και περκαλείς γονατιστός
 την πόρτα να σ’ ανοίξω;

-Είμαι αυτός που ως τα χτες
 αγάπη σου ζητούσα
 κι εσύ δεν καταδέχοσουν
 ούτε να με κοιτάξεις.

-Εσύ ’χες μάτια σκοτεινά
 πώς λάμπουν έτσι τώρα;
 εσύ ’χες άσχημη θωριά
 και τώρα είσαι ωραίος.

 Πρώτα τα χείλια σου ήτανε
 στεγνά και μαραμένα
 κι ως χτες που σ’ ήξερα ήσουνα
 γέρος κοκκινοτρίχης.

-Χτες βράδυ στην απόκρυφη
 την αγορά επήγα
 και την ψυχή μου έδωσα
 για ομορφιά και νιάτα.

 Τρεις μέρες θα ’μαι όμορφος
 τρεις μέρες θα ’μαι νέος
 τρεις μέρες-και την τέταρτη
 άσχημος πάλι-γέρος.

-Βάγια Βαγιώ Βαγιούλα μου
 κλείσε τα παραθύρια
 την πόρτα διπλασφάλισε
 κι άμα ρωτούν για μένα

 να λες πως είμαι άρρωστη
 με πυρετό μεγάλο
 κι ότι τρεις μέρες μοναχή
 πρέπει να μείνω τάχα.

 Τρεις μέρες-και την τέταρτη
 έλα να με βοηθήσεις
 να διώξουμ’ ένα γέρικο
 εν’ άψυχο κουφάρι.