ΜΑΡΙΑ
Οι μέρες φύγαν όμορφες κι απλές.
Κανείς δε ρώτησε για τη Μαρία.
Αυτές οι νύχτες για διαχύσεις τολμηρές
μόνο και γι αγκαλιές ειν’ ευκαιρία.
Σαν όλοι να ’ξεραν που έχει πάει
σαν να μην έφυγε ποτέ ακόμα
και σαν το χώμα να μη σφαλάει
το λουλουδένιο της το στόμα.
Χάρμα οι μέρες στο καταφύγιο.
Κεφάτη κι εύθυμη η παρέα.
Τα βράδια ένα κηροπήγιο
δημιουργεί ατμόσφαιρα ωραία.
Κι αν κάποιος ρώταγε: "Τι έγινε η Μαρία;"
θα τιναζόμασταν ξαφνιασμένοι
και μετά για την αυριανή πεζοπορία
θα κουβεντιάζαμε μουδιασμένοι.