Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

 
Παν μοι συναρμόζει,ο σοι ευάρεστον εστίν,ω
κόσμε' ουδέν μοι πρόωρον ουδέ όψιμον το σοι
εύκαιρον' παν μοι καρπός,ο φέρουσιν αι σαι
ώραι,ω Φύσις' εκ σου πάντα,εν σοι πάντα,εις
σε πάντα..

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ




Αν ήμουνα βασιλιάς θα έδινα το θρόνο μου για
ένα συμπαθητικό κοίταγμα ενός ωραίου κοριτσιού.
Κι αν ήμουνα θεός θα έδινα τη θεότητά μου για ένα του φιλί.

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ



Το μέλλον του κόσμου βρίσκεται μ’’εσα σε δύομκοριτσίστικα στήθη.
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ


Οι μεν ιππήων στρότον
οι δε πέσδων οι δε νάων
φαις’ επί γαν μέλαιναν
έμμεναι κάλλιστον
εγώ δε κην' όττω τις έρραται.
ΣΑΠΦΩ



Θεοίς μεν ήδη παρημελήμεθα
χάρις δ΄αφ' ημών ολομένων θαυμάζεται'
τι ουν ετ' αν σαίνοιμεν ολέθριον μόρον;

(ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ, Ετεοκλής, 702-704)




Το θάμα που όταν πεις τ’ όνομά του γυρίζει και σου απαντάει, το είδε στόνειρό του.
Και έμεινε κοντά του έξη μήνες.
Και έγινε η σκια του.
Και όταν του εγύρεψε , αυτό του είπε τι να αγαπήσω από μια σκιά.

'Οταν εξύπνησε είχανε μαζευτεί μέσα του λόγια που τον εκαίγανε.
Και επήρε μολύβι, και επήρε και χαρτί να απλώσει τη φωτιά του απάνου του, αλλά το χαρτί του έφευγε από το χέρι.
Και το ίδιο και το μολύβι.
Και δεν ήξερε τι να κάνει γιατί δεν είχε άλλον τρόπο να ησυχάσει.
Και θα επέθαινε γιατί δεν είχε κανένανε να του μιλήσει.

Εκεί κοντά στη γειτονιά του ήτανε το άγαλμα ενού νεαρού πρίγκηπα που λένε πως επέθανε από την πολλή του αγάπη για μια γυναίκα που δεν τον ήθελε.
Και εγύρισε τη φωνή του στο άγαλμα.
Και εκείνο δεν επερίμενε δεύτερη κουβέντα.
Εκατέβηκε αμέσως από το στήσιμό του και πήγε μαζί του στο σπίτι του.
Και από ένα κόψιμο που έκανε στο δέρμα του, μπροστά, από το κεφάλι ίσαμε ανάμεσα από τα σκέλια του, εμπήκε μέσα του ολόκληρο και το εξανάκλεισε.

Και για ώρες μετά εκαταλάβαινε τα κόκκαλα του αγάλματος να ανοίγουνε και μέσα τους να μπαίνουνε τα δικά του.
Και το ίδιο έγινε και με τα μούσκουλα και με όλα του τα σπλάχνα.
Και όλη τη νύχτα δεν εκοιμήθηκε από τα μαστορέματα.

Το άλλο πρωί επήρε το χαρτί στα χέρια του και το χαρτί τού εστάθηκε.
Και δεν εστάθηκε στο δικό του το χέρι αλλά στο χέρι από το άγαλμα.
Και το μολύβι στο χέρι από το άγαλμα εκρατιότανε.

Και άρχισε να γράφει.
Και δεν έγραφε αυτός.  
Ούτε ήτανε αυτός.
Και οι άλλοι δεν εκαταλάβανε τίποτα από όλα τούτα που του εγίνανε, γιατί το άγαλμα ήτανε ακόμα στη θέση του.




11.

ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ ΕΝΟΧΛΟΥΣΕ

Εβγήκε απ' την πισίνα' το κορμί της το χυτό
δε χόρταινα κρυμμένος να κοιτώ.
Η Δύση έστελνε ολοπόρφυρες ανταύγειες
στις κάσσες των ελπίδων μου τις άδειες.

Έφερε γύρω το δωμάτιο σκεφτική
(χωρίς να ξέρει ότι εγώ ήμουνα εκεί)
και το στηθόδεσμο που πάνω της κολλούσε
τον τσίμπαγε γιατί την ενοχλούσε.




12.

ΜΥΡΙΑ

Αν είχα βρει τέτοιες ακτίνες
που να τρυπάνε τις κουρτίνες
θα 'βλεπα μέσα στα σπιτάκια
της γειτονιάς τα κοριτσάκια-

πώς ξαναμμένα μέσα μπαίνουν
λίγα σκαλιά πώς ανεβαίνουν
και στο μικρό το δωματιάκι
πάνε να κάτσουνε λιγάκι.

Πώς στον καθρέφτη καμαρώνουν
τ' άσπρο κορμάκι όταν γυμνώνουν
και πώς λυγίζουνε τη μέση
να πάρουν κάτι που έχει πέσει.

Έτσι αβρά κι έτσι αγνούλια
πώς τα στηθάκια τα μικρούλια
ψαύουν γλυκά' στα ριζομήρια
χαδάκια πώς χαρίζουν μύρια.



13.

ΠΡΩΤΟΤΑΞΙΔΗ

Μέσα στα χέρια μου την πήρα
όπως τη ζήση παιρν' η Μοίρα'
στα σκότια μου και κρύα βύθη
ζέστα και φως τα δυο της στήθη.

Σαν τρομασμένο ένα πουλάκι
έτρεμε τ' άσπρο της κορμάκι
και, πρωτοτάξιδη βαρκούλα
από μια χάθηκε τρυπούλα.




14.

Ω! ΚΙ ΕΓΩ!

Μ' αγαπάει-και το ξέρω-ο καλός μου.
Το διαβάζω στη ματιά του τη θολή
όταν όμορφος σαν ζώο στέκει μπρος μου
λίγο πριν μου ξεριζώσει το φιλί,

Μ' αγαπάει ο καλός μου-και το ξέρω-
το διαβάζω στου κορμιού του τη φωτιά
σα με κόβει σαν το στάχυ μες στο θέρο
σα με καίει όπως κλαδάκι η πυρκαγιά.

Μ΄ αγαπάει ο καλός μου δίχως άλλο'
αν σηκώσω τη φουστίτσα μου ψηλά
κάτι ανάμεσα στα πόδια του μεγάλο
με ορμή το παντελόνι του ζουλά.

Κι αν το μπούστο μου λιγάκι ξεκουμπώσω
πρέπει πρώτα δυο φορές να το σκεφτώ
αν δε θέλω πριν την κίνηση τελειώσω
από κάτω απ' τον καλό μου να βρεθώ.

Σας το είπα-ο καλός μου μ' αγαπάει'
μα κι εμένα-και ας ειμ' εγώ μικρό
α! κι εμένα ίδιο νέκταρ με μεθάει
ω! κι εγώ ίδια πολύ τον αγαπώ.




15.

ΝΑ ΔΩ

Με μάγια εγώ θα μαρμαρώσω
ζώα μεγάλα και μικρά
(η αγάπη κάνει τέτοια θάματα)
και τους ανθρώπους θα πετρώσω-
να δω για ποιόνε θα χτυπά
τότε η καρδιά σου-για τ' αγάλματα;

Να δεις ετότε πώς θα τρέχεις
και πώς θα μου 'ρχεσαι κοντά'
πώς την καρδιά μου που 'χες δούλα σου
τώρα κυρά σου θα την έχεις
πώς με φλογίτσες θα κεντά
το σούρουπό μου η αυγούλα σου...



16.

ΣΕ ΛΙΓΟ

Μου 'ρθε στο νου να μη μετρώ
με μέρες τη ζωή σου
αλλά με όσα όνειρα
που βλέπω είμαι μαζί σου.

Μ' άλλαξα γνώμη στη στιγμή
μικρούλα μου γλυκούλα
γιατί έτσι θα γινόσουνα
σε λίγο μια γριούλα.



17.

ΑΓΡΙΟΣ

Μου είπε: "κοίτα τι έχω δω... τι να του βάλω επάνω;"
και μίαν άφθα μου 'δειξε στο κάτω της 'σωχείλι.
Ζαλίστηκα' κιτρίνισα' ταράχτηκα' τα χάνω'
τόσο κοντά πρώτη φορά βλέπω τα δυο της χείλη.

Η θέα τους με συγκλόνισε' του πόθου μου το κύμα
άγριος εγίνει ωκεανός-το ρυάκι του ποτάμι
τρέξιμο ξέφρενο έγινε το ήσυχό του βήμα
και το θολό το χρώμα του μαύρο έγινε κατράμι.

Στα χέρια μου την άρπαξα και στο μικρό της στόμα
τα χείλια μου εκόλλησα και ήπια σαν ροσόλι
και άφθα και τα χείλια της κι ακόμ' ακόμ' ακόμα
λαιμό και στήθη και γλουτούς ώσπου την ήπια όλη.

Μα όχι-αλίμονο-αυτά είν' όλα παραμύθια
μονάχα το μελένιο της τ' αχείλι όταν το 'δα
έκρυψ' ακόμα πιο βαθιά την καυτερή αλήθεια
και μ' ένα ύφος σοβαρό της είπα: "βάλε σόδα!"




18.


ΤΟΣΑ ΧΑΔΙΑ

Το σώμα της γλιστράει στο φουστάνι;..
Το φουστανάκι της πάνω στο σώμα;..
Κι εκείνο έτσι ρόδινη την κάνει
ή αυτή το τέτοιο ροζ του δίνει χρώμα;

Κινείται κι ερωτεύεται μαζί της
ανάλαφρα το σώμα της χαϊδεύει
στήθη, κοιλίτσα της, γοφοί, μηροί της
παιδεύουν το κι εκείνο τα παιδεύει.

Και άλλοτε την καίει και τη φλογίζει
άλλοτε σαν νεράκι αργοκυλάει
και παλι η απορία με ζαλίζει
αυτή 'ναι ή εκείνο που μιλάει;

Α! ποια της το εκέντησε νεράϊδα
κι έτσι το σώμα της αιθέρια ντύνει
που μέσα του φτερώνουν τόσα χάδια
και τόσα εκεί φωλιάζουν πόθων σμήνη;

Α! Δυάδα μαγική! Φόρεμα! Σώμα!
Α! Που όταν μες στα χέρια μου σας κλείσω
όπως και τώρα δα και τότε ακόμα
τι πρώτο δε θα ξέρω να φιλήσω.



19.

ΤΗ ΦΩΝΗ ΣΟΥ

Όταν μου στέκεις σταυροπόδι
σαν ανοιγμένο μοιάζεις ρόδι
οι όμορφές σου γάμπες οι ίσες
κορφούλες μοιάζουνε καμπίσες.

Τη φούστα σου κατέβασέ τη-
κατ' απ' το γόνα τράβηξέ τη
μοσχάτο εσύ γαρίφαλό μου
το θέλω ακόμα το μυαλό μου.

Μπροστά μου όταν σεργιανίζεις
μη σαν πουλάκι πεταρίζεις
μην περπατάς σαν να χορεύεις
μη το κορμί μου το παιδεύεις.

Και με τα μαύρα σου ματάκια
μη-μη με κάνεις κομματάκια-
μη με κοιτάς με τόση γλύκα
ποθόπλαστή μου πιτσιρίκα.

Μα πιο πολύ παρακαλώ σε
το μαρτύριό μου λίγο νιώσε
και όταν βρίσκομαι μαζί σου
μη μου τσακίζεις τη φωνή σου.


20

ΣΚΛΗΡΟΤΗ

Μέσα κι ανάμεσα σε δυο φωτολουσμένους λόφους
και κείνη μέσα στ' άφωτα-και κείνη μες στους ζόφους
μέσα κι ανάμεσα η καρδιά στα δυο της τα στηθάκια
κι ούτε το πάθος πήρε τους ούτε και τα μεράκια.

Καίγονται αυτά, λιγώνονται, παίζουν, γλυκά γελούνε
στους χτύπους της πασίχαρα-τρελά χοροπηδούνε
αλλά εκείνη αν και κοντά-και δίπλα τους βαλμένη
πάντοτε μένει αδειανή και πάντα παγωμένη.

Νιώθουν εκείνα. φλέγονται και τα δονούν οι πόθοι
κι εκείνη μέσα-δίπλα τους και τίποτα δε νιώθει.
Α! Στα στηθάκια της τα δυο-στην καυτερή τους μέση
μία καρδιά ολόκρυα η φύση έχει δέσει.

Δεκάξι χρόνων συντροφιά καθόλου δε μετράει.
Ό,τι εκείνα είχαν κρατούν κι ό,τ' είχε αυτή κρατάει
μόνο-και μη γνωρίζοντας ποιο την κατείχε πρώτη
το ένα δώρο έκανε στο άλλο τη σκληρότη.