ΠΑΤΕΡΟΥΛΗ…
(2000, στο πέσιμο της Σοβιετικής Ένωσης)
Α.
Πατερούλη
Το χώμα όλης της γης φούσκωσε θέληση από τη θέληση σου.
Νόμισαν πως σε θάψανε μα σ' έσπειραν
και πλαντάζεις τώρα και αντρειεύεσαι μες στο υγρό σκοτάδι
κι ετοιμάζεσαι
να πεταχτείς όλο ζωή
ελπίδες για να δώσεις στον αγώνα μας.
Να πεταχτείς όλο ζωή
τη σιγουριά της νίκης μας για να σφραγίσεις.
Να υψωθείς σαν πλάτανος χιλιόχρονος
και κλωνιά ν' απλώσεις
να κρεμάμε πάνω τους τα όπλα του αγώνα.
Φύλλα να στολιστείς σαν αρματωλός της Οικουμένης
για να καθόμαστε στον ίσκιο σου να πίνουμε της λευτεριάς το πιόμα
και της αγάπης μας ο λόγος να στολίζει με πουλιά γλυκόλαλα κάθε κορφή σου χλωροπράσινη.
Να τριγυρίσεις όληνε τη γη σαν ουρανός ζωοδότης-
σαν ουρανός χεροπιαστός
μ' αστέρια λαμπερά γεμάτος: Ψωμί, Φιλία, Συντροφιά, Χαρά, Ειρήνη, Γιατροπόρεμα, Ανθρωπιά.
Κι ο ήλιος τ' ουρανού σου η ευτυχία.
Β
Πατερούλη
έφυγες κι άφησες αφύλαχτα τα στενά.
Και μπήκαν μέσα οι εχθροί .
Κι ό,τι ορθό εβρήκαν τόριξαν.
Κι ό,τι θρεμένο είχες με το αίμα της περήφανης καρδιάς σου
με κίνηση μια των χεριών τους των ανίερων το γκρέμισαν.
Και πήραν το αίμα του λαού που τότρεφες με την επιμονή σου
κι έφτιαξαν λίμνες για να κολυμπάνε μέσα τους.
Και πήρανε τον ίδρω του λαού και τόνε πίνουν να δροσίζονται.
Και φτιάξανε θερμάστρες να ζεσταίνονται
και οι θερμάστρες καίνε κάρβουνο τη λευτεριά μας.
Και μες στα εργοστάσια ταΐζοντας τα με την άγια εργασία μας
φτιάχνουνε όπλα για να μας σκοτώνουνε.
Γ
Πήραν το φως που σκόρπιζες σαν ήσουνα μαζί μας
και φτιάξανε ίσκιο έναν όπου μέσα του
άφωτους κι άπελπους μας έχουνε να ζούμε.
Και μας μονάχα τ' Ονειρο μας έμεινε κι αυτό γεμάτο εφιάλτες
σαν ένα ολόλευκο πανί με πάνω του ποτάμια αίμα.
Μα μες σ' ετούτο τ’ όνειρο
και ο δικός τους εφιάλτης ύπνο πίνοντας θεριεύει
για να γεμίσει τον δικό τους ύπνο τον αιώνιο
που μέσα του θα τους βυθίσει ο ερχομός σου Πατερούλη.
Δ
Πατερούλη
Ο Χίτλερ μπήκε μες στην άγια τη Ρωσία μας-
πού είσαι να τον σταματήσεις;
Ο Τρότσκυ περιμένει από τη Δύση αναγνώριση-
πού είσαι να τον συνετίσεις;
Ο Τουχατσέβσκυ κάνει του κεφαλιού του-
ποιος θα τον βγάλει από τη μέση;
Ο Γιαγκόντα χτυπάει με τους μπράβους του τη λεφτεριά-
ποιος θα μας απαλλάξει κι απ’ αυτόν;
Ε
Ποιός θα βγάλει από τη μέση τους Ζινόβιεφ, Κάμενοφ, Μπουχάριν, Ρύκοφ
που βιάζουν την Ειρήνη και ποδοπατούν τις κατακτήσεις μας;
Ο Τσώρτσιλ έδωσε τα όπλα του στον Τρούμαν κι εκείνος με τη δύναμη του μας εσκλάβωσε.
Και η Ρωσία, η πατρίδα σου Πατερούλη, παραδόθηκε.
Δράκο την άφησες φεύγοντας Πατερούλη
Και μπαίγνιο εκατάντησε στα χέρια πόρνων και θεατρίνων.
Φονιά την άφησες φονιάδων Πατερούλη
και θύμα έγινε των συμφερόντων τους.
ΣΤ
Με τρόμο κατά την Ανατολή έβλεπαν τότε οι άρπαγες. Τώρα
ως και τον ήλιο της τον σκοτειδιάσαν.
Κι οι Ρώσοι που ψυχώνανε τον κόσμο
με τα τραγούδια τους της λεφτεριάς και με τη λεβεντιά τους
και με τις μελωδίες τους που θέρμαιναν ψυχές,
άψυχοι τώρα και σαν πιόνια μοιάζουν κάτω από τον δυτικό δυνάστη.
Και η σημαία τώρα Πατερούλη η Ρούσικη
δεν είναι η κόκκινη η βαμμένη με το αίμα των παιδιών της,
μα ένα παντελόνι
που ανεμίζει όχι από το φύσημα του αγέρα της δημοκρατίας απαλά
μα που φουσκώνει-ξεφουσκώνει πλαταγίζοντας σαν λυσσασμένο
απ' τον αέρα του ανεμιστήρα της καπιταλιστικής
τρομοκρατίας:
μ' ένα μπλου τζην αλλάξανε την ανθρωπιά οι Ρώσοι Πατερούλη.
Ζ
Όχι ότι δεν έπρεπε να πέσουνε τα κάγκελα Πατερούλη,
μα έπρεπε να τα ρίξουν οι φυλακισμένοι.
Η
Πατερούλη
Σ' όλη τη γη μπολιάσανε τον τρόπο της ζωής τους
και τους ανθρώπους κάθε χώρας
ρομπότ τους κάνανε από κείνους κουρντισμένα.
Κανένας δεν τολμάει όχι να πει.
Κανένας δεν τολμάει να μιλήσει-να πει το δίκιο και τη λεφτεριά και την ειρήνη.
Και δεν τολμάει κανένας να τους φωνάξει: "φονιάδες"-τονε σκοτώνουνε προτού τη λέξη αποσώσει.
Ο τρόμος
βροντώντας τις βαριές πατούσες του στο χώμα
περιπολεί στους δρόμους, στις αυλές, στα σπίτια, στις ψυχές μας. Η βία
κρατώντας τ' όπλο της με την σκανδάλη σηκωμένη
στέκει απέναντι απ’ τον καθένα μας
έτοιμη να σκοτώσει κάθε μας για λεφτεριά προσπάθεια.
Θ
Όταν γεννάνε οι γυναίκες μας,
πρώτα στις αλυσίδες δίνουνε ζωή-στις αλυσίδες
που τα παιδιά τους τα νιογέννητα θα σφιχτοδέσουν.
Όταν αναστενάζουμε,
το κάθε ωχ! είναι η κραυγή απ’ το μαχαίρι
που η τυφλή τους δύναμη όπου βρει σάρκα λεύτερη το μπήχνει.
Τον κόσμο ανάμεσά τους καλά καλά τονε μοιράσαν Πατερούλη.
Και θέση μέσα του για μας δεν έχει παρά μόνο
στα εργοστάσια εργάτες,
στ’ αρχοντικά υπηρέτες,
κι ένοχοι στα δικαστήρια.
Και δικαστήρια κι εργοστάσια και αρχοντικά, όλα δικά τους Πατερούλη.
Πού είσαι να μας φέρεις λεφτεριά και ειρήνη;
Πού είσαι Πατερούλη να μοιράσεις δίκια το ψωμί;
Ι
Ο χτίστης Πατερούλη χτίζει σπίτια ολοζωής και άστεγος πεθαίνει.
Ο παπουτσής ξυπόλυτος γυρίζει κι ο φουρνάρης πεινασμένος.
Δακρύζουν οι φτωχοί σαν τα κεριά που λιώνουν Πατερούλη.
Άραγε πρέπει κάνοντας χωνί τα δυο μου χέρια γύρω από το στόμα μου-
πρέπει να σκύψω προς τη γη και να φωνάξω για ν’ ακούσεις;
Όχι! Εσύ μ’ ακούς χωρίς καθόλου να μιλήσω.
Γιατ’ η φωνή μου είναι η αλήθεια.
Και η αλήθεια είναι μέσα στο νερό που απ’ την κορφή κυλάει του βουνού.
Και η αλήθεια είναι μέσα στην κραυγή των αγριοπερίστερων.
Και η αλήθεια είναι μες στα μάτια των τυραγνισμένων.
Και η αλήθεια είναι μες στου άδικημένου την ψυχή.
Και η αλήθεια είναι μες στης γης τα σπλάχνα τα καυτά
και πρώτα εσένα καίει Πατερούλη.
Γιατ' η αλήθεια από σένανε ξεκίνησε-μες απ' του στήθους του δασού σου τις φωλιές-
κι απλώθηκε στον κόσμο.
.
ΙΑ
Γιατ’ η αλήθεια βγήκε από τη σκέψη σου καθώς από το ρόδο τ’ άρωμα.
Κι όταν αυτή,
σ' όλη τη γη κυνηγημένη
ζητάει πάλι νάβρει καταφύγιο να κρυφτεί,
σε σένα πάλι έρχεται-
στην προαιώνια της τη μήτρα Πατερούλη.
Γιατί αλλού να πάει τόπο δεν έχει-
όλα το ψέμα τούτου του λαού τα ’χει γεμίσει.
Και συ-τι άλλο θα την έκανες συ την αλήθεια-
τη στέλνεις με μηνύματα κρυφά-συντροφικά
σε κείνους που μπορούν να τήνε νιώσουνε
για να ετοιμάζουνται για τον καινούργιο αγώνα,
τη νίκη την αιώνια που θα φέρει τώρα.
ΙΒ
Ήσυχος να είσαι Πατερούλη.
Γενιά γενιά, ψυχή ψυχή, άδικο τ’ άδικο
Η αλήθεια σου-η αλήθεια μας
ζει και φουντώνει μέσα στις καρδιές μας
κι ετοιμάζεται
και θα την έβρεις έτοιμη όταν
παίρνοντας του εκδικητή την άγρια την όψη θα ’ρθεις πάλι
οριστικά ετούτη τη φορά
να μοιραστείς τον λυτρωμό μας.
ΙΓ
Το νέον άνθρωπο εμόχθησες να φκιάσεις Πατερούλη.
Νέο έναν άνθρωπο και τούτοι πλάθουν.
Και μη την ησυχία σου χαλάς να ’ρθεις να τόνε δεις.
θα σου τον πω εγώ (λες και ανάγκη έχεις εσύ από κάποιον να σου πει):
Δυο φανοί τα μάτια του που ψάχνουνε τη νύχτα
κάποιον κρυμμένο άνθρωπο να βρούνε να τον κόψουνε. Ο λαιμός του
με αλυσίδες γύρω,
ύμνους ψάλλει στους δυνάστες του ολημέρα.
Το πρόσωπό του
με τρελό ένα γέλιο πάντα σφραγισμένο.
Ένα ρομπότ με σιδερένιες που βαδίζει μπότες
σε πτώματα πατώντας πάνω ανθρώπων.
Και μες στα χέρια του ένα μπαλτά κρατεί
λιανίζοντας Λευτεριά κι Ειρήνη κι Ανθρωπιά.
Πρώτος σε πόλεμο που είναι ν' αρπάξει.
Σε πόλεμο που είναι να δουλώσει πάλι πρώτος.
Στο αίμα βουτηγμένος πάει μπροστά
με αγκαλιά τ’ αγαπημένα τέρατά του:
Φόνο, Κλοπή, Πορνεία,
Εκμετάλλευση του ανθρώπου.
ΙΔ
Και μπροστά του οδηγός αντάξιος του ο αρχηγός του
Και,
Πατερούλη,
όλοι του οι ακόλουθοι καθένας τους με νου μικρό,
που δεν μπορεί ούτε να σκεφτεί ότι δεν είναι άνθρωπος.
Αυτός είναι ο νέος άνθρωπος τους Πατερούλη-
τους έζησες, τους ξέρεις.
ΙΕ
Πατερούλη
Στο Γκορν όπου γεννήθηκες
αητοί πετάγαν στον αέρα γύρω,
και τα φτερά, την αντοχή,
την περηφάνια, το φρόνημά τους πήρες;
Και πες μου, ο Ριόνι έτσι ορμητικά κυλούσε
ανάμεσα Σχάρα και Μποκοβόϊ τα νερά του
όπως εσύ
με ορμή τους προδότες της Επανάστασης εσάρωνες;
Πες μου
ακλόνητος κι ατάραχος στη Μόσχα όταν βρισκόσουν
σχέδια στο Φασισμό ενάντια καταστρώνοντας,
Της Ούζμπας τις κορφές τις χιονισμένες ζωγραφίζανε οι προσταγές σου;
ΙΣΤ.
Πρώτος ο Μεγαλέξαντρος σού δούλωσε τη χώρα.
Μετά ο Χριστιανισμός, η δουλοποιήτρα μηχανή τη βρήκε.
Κι οι διεφθαρμένοι Βυζαντίνοι
κι οι Πέρσες, μαλθακοί σαν γυναικεία παρειά
και του Μωάμεθ οι πιστοί
κι οι υπέροχοι Μογγόλοι
κι οι Ρώσοι οι αιθερόψυχοι.
Οι αχόρταγοι ύστερα οι Τούρκοι
Κι οι σιδερόφραχτοι οι Γερμανοί
και οι κτηνώδεις Άγγλοι την ορέχτηκαν.
Κι όλους τους είδες και τους ζύγιασες.
Και διάλεξες τους Ρώσους.
Και κοντά τους πήγες, και τους πήρες στα φτερά σου και τους ύψωσες
όπου ψηλότερα μπορεί άνθρωπος να φτάσει.
ΙΖ
Κι αν λείποντας εσύ πήρε ο εχθρός τους κάμπους,
μα οι ψηλές βουνοκορφές μένουνε λέφτερες.
Κι αν πήρε ο εχθρός τα ηλεκτρικά τα φώτα
μα του ηλιού το φως να πάρει δεν μπορεί. .
Κι όλα τα ναι αν πήρε, μένει τ’ όχι
που λεν τ’ αγκάθια στα πουλιά και στους δειλούς τ’ αστέρια.
Ναι Πατερούλη! Τους αφήσαμε την κόπρο και τη σκιά-
πουλιά κι αστέρια είναι δικά μας.
Και κάθε μια κορφή έχει πάνω της γραμμένο τ’ όνομά μας.
Κι ο ήλιος στην καρδιά του έχει την αγάπη μας.
Κι η γης
μ’ ανθούς της ανθρωπιάς μας Πατερούλη ωραΐζεται.
ΙΗ
Βγάλαν τους δολοφόνους όλους απ’ τις φυλακές
τους φόρτωσαν σε σαπιοκάραβα
και τους ξαπόστειλαν να τους ξεφορτωθούνε.
Ήρθαν εκείνοι εδώ.
Και πιάσαν τη δουλειά τους: ξεπαστρέψαν
όσους μπροστά τους βρήκανε.
Και χάθηκε η αγνή φυλή του ανθρώπου.
Κι όταν δεν είχανε να ξεπαστρέψουν άλλους
Αρχισαν να χαλιούνται αναμετάξυ τους.
Τους είπε τότε το μυαλό το βρώμιο τους:
"Ας φτιάξουμε καράβια
Να πάρουμε τις θάλασσες
Κι άλλους πολλούς να ξεπαστρέψουμε.
Αίμα πολύ να πιούμε εκεί μας περιμένει".
ΙΘ
Και φτιάξανε καράβια κι αυτοκίνητα,
Και φτιάξαν σιδερόδρομους και τανκς,
Και φτιάξαν αερόπλανα και πύραυλους
Και ξεπαστρεύουν έκτοτε λαούς
Και ξεπαστρεύουνε πατρίδες
Και ξεπαστρεύουν ηθική, θρησκείες και ιερά.
Τη φτώχεια μοναχά και τη δουλεία κρατάνε ανέγγιχτες
Για να τους φέρνουνε πλούτη κι ανέσεις-
Πού είσαι πατερούλη να μας προστατέψεις;
Κ
Έφυγες πατερούλη κι άφησες ανίκανους διαδόχους.
Τη χώρα πήρανε μεγάλη και τρανή
Και τήνε μίκρυναν.
Σταυρώσανε τα χέρια και περίμεναν
Με την ειρήνη να κρατήσουν την ειρήνη.
Τα όπλα τάβαλαν στις αποθήκες
Κι άφησαν τον εχθρό να τους σκοτώνει
Για να μη κάποιος πολεμόχαρους τους πει.
Βλέπαν το λύκο νάρχεται στη στάνη
Και του ανοίγανε το έμπα του μαντριού
Να μη τους πουν οι λύκοι αγενείς.
Και εγκρεμίσανε τον πύργο πούχτισες με πόνο κι αίμα
Και χτίσανε καλύβες και στεγάσαν μέσα τους
Της Δύσης τη σαπίλα όλη πατερούλη.
ΚΑ
Άφησαν της Ρωσίας την ξεγνοιασιά
μια νάιλον κάλτσα γυναικεία να την πνίξει.
Κι άφησαν στης Ρωσίας την ομορφιά τη λαμπερή επάνω
σεξομανή άψυχα όντα ν' ασελγήσουν.
Έφυγες πατερούλη πίσω σου αφήνοντας
μιαν υποθήκη για παγκόσμια ευτυχία.
Κι ο Κρούστσεφ τη διαθήκη σου αγνόησε
κι ο Μπρέζνιεφ την επούλησε στους Αμερκάνους
κι ο Γκορμπατσώφ προδότης της πατρίδας του έγινε
κι όλης της γης προδότης.
Και η γη μας
περιμένει πάλι μόνον από σένανε
να πεταχτείς όλο ζωή
ελπίδες για να δώσεις στον αγώνα μας.
Να πεταχτείς όλο ζωή
τη σιγουριά της νίκης μας για να σφραγίσεις.
Να υψωθείς σαν πλάτανος χιλιόχρονος
και κλωνιά ν’ απλώσεις
να κρεμάμε πάνω τους τα όπλα του αγώνα.
Η γη μας
περιμένει πάλι μόνον από σένανε
το λυτρωμό της
Πατερούλη.
-----