Παν μοι συναρμόζει,ο σοι ευάρεστον εστίν,ω
κόσμε' ουδέν μοι πρόωρον ουδέ όψιμον το σοι
εύκαιρον' παν μοι καρπός,ο φέρουσιν αι σαι
ώραι,ω Φύσις' εκ σου πάντα,εν σοι πάντα,εις
σε πάντα..
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ
Αν ήμουνα βασιλιάς θα έδινα το θρόνο μου για
ένα συμπαθητικό κοίταγμα ενός ωραίου κοριτσιού.
Κι αν ήμουνα θεός θα έδινα τη θεότητά μου για ένα του φιλί.
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ
Το μέλλον του κόσμου βρίσκεται μ’’εσα σε δύομκοριτσίστικα στήθη.
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Οι μεν ιππήων στρότον
οι δε πέσδων οι δε νάων
φαις’ επί γαν μέλαιναν
έμμεναι κάλλιστον
εγώ δε κην' όττω τις έρραται.
ΣΑΠΦΩ
Θεοίς μεν ήδη παρημελήμεθα
χάρις δ΄αφ' ημών ολομένων θαυμάζεται'
τι ουν ετ' αν σαίνοιμεν ολέθριον μόρον;
(ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ, Ετεοκλής, 702-704)
Το θάμα που όταν πεις τ’ όνομά του γυρίζει και σου απαντάει, το είδε στόνειρό του.
Και έμεινε κοντά του έξη μήνες.
Και έγινε η σκια του.
Και όταν του εγύρεψε , αυτό του είπε τι να αγαπήσω από μια σκιά.
'Οταν εξύπνησε είχανε μαζευτεί μέσα του λόγια που τον εκαίγανε.
Και επήρε μολύβι, και επήρε και χαρτί να απλώσει τη φωτιά του απάνου του, αλλά το χαρτί του έφευγε από το χέρι.
Και το ίδιο και το μολύβι.
Και δεν ήξερε τι να κάνει γιατί δεν είχε άλλον τρόπο να ησυχάσει.
Και θα επέθαινε γιατί δεν είχε κανένανε να του μιλήσει.
Εκεί κοντά στη γειτονιά του ήτανε το άγαλμα ενού νεαρού πρίγκηπα που λένε πως επέθανε από την πολλή του αγάπη για μια γυναίκα που δεν τον ήθελε.
Και εγύρισε τη φωνή του στο άγαλμα.
Και εκείνο δεν επερίμενε δεύτερη κουβέντα.
Εκατέβηκε αμέσως από το στήσιμό του και πήγε μαζί του στο σπίτι του.
Και από ένα κόψιμο που έκανε στο δέρμα του, μπροστά, από το κεφάλι ίσαμε ανάμεσα από τα σκέλια του, εμπήκε μέσα του ολόκληρο και το εξανάκλεισε.
Και για ώρες μετά εκαταλάβαινε τα κόκκαλα του αγάλματος να ανοίγουνε και μέσα τους να μπαίνουνε τα δικά του.
Και το ίδιο έγινε και με τα μούσκουλα και με όλα του τα σπλάχνα.
Και όλη τη νύχτα δεν εκοιμήθηκε από τα μαστορέματα.
Το άλλο πρωί επήρε το χαρτί στα χέρια του και το χαρτί τού εστάθηκε.
Και δεν εστάθηκε στο δικό του το χέρι αλλά στο χέρι από το άγαλμα.
Και το μολύβι στο χέρι από το άγαλμα εκρατιότανε.
Και άρχισε να γράφει.
Και δεν έγραφε αυτός.
Ούτε ήτανε αυτός.
Και οι άλλοι δεν εκαταλάβανε τίποτα από όλα τούτα που του εγίνανε, γιατί το άγαλμα ήτανε ακόμα στη θέση του.
1.
KΑΘΗΜΕΡΝΕ ΜΟΥ
Το "σ' αγαπώ" το έγραψες με όμικρον
και το ετόνισες με οξεία'
α! δέρνει τον ελληνισμόν τον απόδημον
πολλή ανορθογραφία!
Το "σ' αγαπώ" καθημερνέ μου θάνατε
γράφεται με φιλιά.και παίρνει
(τίποτα στο σχολείο σας δε μάθατε;)
όχι οξεία ή περισπωμένη
αλλά στο ύστατο φιλί μιαν αιωνιότητα
κι αυτά όχι για λόγους στίξης
μα για να ξέρεις πού θα έβγεις αν αρώτητα
το δρόμο της αγάπης θα τραβήξεις.
2.
ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ
Μια νύχτα θα σπάσω του τάφου μου
το κρύο το μάρμαρο κι άσπρο
και θα 'ρθω του μύρου σου του άγουρου
κι αβρού να κουρσέψω το κάστρο.
Θα ρθώ μία νύχτα κι αδιάφανος,
με τόλμη θα μπω στο κορμί σου-
τα χρέη δεν ξεγράφει ο θάνατος
και συ μου χρωστάς το φιλί σου.
3.
ΝΑ ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΕΙΣ
Κι αν μου στύψεις το κεφάλι
την ψυχή κι αν θα μου γδάρεις
ουτ' ευχή δε θα 'βρει πάλι
από μένανε να πάρεις.
Λες και πάντα ήταν για μένα
δεκατέσσερες Φλεβάρη
σου τα εχω όλα δοσμένα
και μου τα 'χεις όλα πάρει.
Έτσι αν θέλεις του εθίμου
τη σειρά να συνεχίσεις
πρέπει του άγιου Βαλεντίνου
κάτι εσύ να μου χαρίσεις.
4.
ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΚΑΝΑΠΕ
Στον μικρό καναπέ καθισμένη
σαν φλογίτσα μικρή αναμμένη
και τρεμίζανε τ' άσπρα της κρέατα
από το κρύφιο καρτέρεμα του έρωτα.
Στο μικρό καναπέ ξαπλωμένη
πυρκαγιά τρομερή φουντωμένη-
πόδια, μάγουλα, στήθη της έκαιγαν
και τα χείλια δεν ήξεραν τι έλεγαν.
Στο μικρό καναπέ κοιμισμένη
σαν φωτιά που 'ναι μόλις σβησμένη.
Που και που κάτι σπίθες τινάζονται
και τα κρέατα τ' άσπρα τραντάζονται.
5.
ΧΤΕΣ
Χτες η αγάπη είχε γίνει φως
που μ' όλα τα τριγύρω στέρια δένει
σαν ένα τόπι ο ήλιος αλαφρός
ανάμεσα ουρανό και οικουμένη.
Χτες ένα σύννεφο ήταν η χαρά
ολάσπρο, ευτυχία πλημμυρισμένο
που κράταε στ' ανοιχτά του τα φτερά
του δειλινού το ρόδο το ανοιγμένο.
Χτες μία στάλα ήταν η ζωή
ωσάν αυτές που πέφτουν απ' τα φύλλα
όταν του κρύου αγέρα η πνοή
με φρίκη τα δονεί κι ανατριχίλα.
Της ύπαρξής μας χτες το μυστικό
στα πάνωθέ μας χάη εφανερώθη,
μας έγνεψε για λίγο θριαμβικό
και πάλι το σκεπάσανε οι πόθοι.
Χτες στης αγάπης μου την αγκαλιά
ο έρως ζωηρός είχε φωλιάσει
κι από τ' αυθάδη του τα φιλιά
κοκκίνιζεν εκείνη σαν κεράσι.
Χλωμή εχτές μια μάσκα από κερί
κρεμόταν απ' του κόσμου το μπαλκόνι'
κι έβλεπες ένα γέλιο να φορεί
και κάτω από το γέλιο της να λιώνει.
6.
ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΑΚΟΜΑ
Θα 'ρθει ο καιρός τα χέρια μου
να 'ναι άσαρκα και κρύα
αυτή θα είναι τότε μια
πολύ γριά κυρία
και με τη μνήμη οδηγό
γυρνώντας πάλι πίσω
θα λέει: "πώς έτσι έγινε
να μη τον αγαπήσω;"
Θα 'ρθει ο καιρός το στόμα μου
να 'ναι γεμάτο χώμα
αλλά για με δε θα πονά
ούτε και τότε ακόμα.
7.
ΑΥΤΟ
Η πρώτη ύλη που 'φτιαξε τον άνθρωπο ο θεός
δεν πρέπει να 'ταν χώμα
πρέπει αυτός να ήτανε βαφέας κραταιός
και κείνη να 'ταν χώμα.
Και ούτε τον εφύσηξε όπως λένε τρεις φορές
ψυχή για να του δώσει
μα το λιπώδες του έκδοχο ή κι ίσως το υδαρές
απλά για να στεγνώσει.
Αυτή 'ναι η εξήγηση που μέσα σα βρεθώ
σε μαγαζί χρωμάτων
στη μυρωδιά τρελαίνομαι-στην αίσθηση μεθώ
των τόσων αρωμάτων.
Κι όταν περνώντας κτίρια που φρέσκα έχουν βαφτεί
το βήμα μου βραδύνω
σ' αυτό με σπρώχνει ασύνειδα η ιδέα μου αυτή-
το πάθος μου εκείνο.
Αθώο πάθος. Όμορφο. Αγνό. Σαν παιδικό.
Μπορώ να το κορέσω.
Μα το ανόσιο πάθος μου για κείνην, το βραχνό,
αυτό, πώς θα μπορέσω;
8.
ΑΡΡΩΣΤΗ
Έχετε δει αηδονάκι βραχνιασμένο;
Άγγελο ίσως με πυρετό;
Φεγγάρι σε κουβέρτες διπλωμένο;
Ήλιο με τάση για εμετό;
Έχετε δει δυο μαύρα καρβουνάκια
ενώ γελάνε μαζί να κλαιν;
Δυο του γιαλού ροζ κοχυλάκια
κόκκινα να 'ναι και να καιν;
Α! Η αγάπη μου είναι κρυωμένη!
Ό,τι μου έδινε ρίγος ριγεί.
Και θα υποφέρει για πολύ η καημένη
γιατ' η ανάρρωση θα 'ν' αργή:
ένα μικρόβιο μέσα της εμπήκε
με το γνωστό του σφρίγος κι ορμή
και πώς θα φύγει τώρα που εβρήκε
τέτοια αγκαλίτσα-τέτιο κορμί…
9.
ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΗ
Μες στ' όνειρό της θα 'θελα να μπω κι ένα φιλί
ερωτικό να έδινα στο ροζ μικρό της στόμα.
Απότομα να ξύπναγε αυτή και πελιδνή
ν' αναζητούσε λυτρωμό απ' το που θα 'καιε στρώμα.
Και το πρωί όταν θα 'ρχονταν θα 'θελα να κοιτά
φωνές και ήχους και μορφής σημάδια να ταιριάσει
και της νυχτιάς τον άλυπο εραστή καθώς ζητά
στις ρίζες της λατρείας μου της άπειρης να φτάσει.
Και να την έβλεπα ήθελα καθώς διστακτική
να σκαρφαλώνει θα 'ρχιζε γεμάτη δυσπιστίες
στο δέντρο μου-εδώ 'γγίζοντας, μυρίζοντας εκεί
τις άγνωστές της ψάχνοντας ν' αναγνωρίσει αξίες.
Τ' αλάθητα έτσι άμαθη χνάρια να προσπερνά
το τάσι άδειο να θαρρεί που έρωτα 'ξεχείλα
κι απελπισμένη απ' του κορμού τη μέση να γυρνά
ενώ θα τρέμουν-θα πλαντούν-θα σκούζουνε τα φύλλα.
10.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Απ' τη στιγμή που βάθυνε η ανάρηχη ματιά σου
απ' τη στιγμή το παιδικό που έπαψε τραγούδι
απ' τη στιγμή που πλάτυνε-που θέριεψε η άγνοιά σου
απ' τη στιγμή που ξάνθινε το βελουδένιο χνούδι'
απ' τη στιγμή που αρώτητα δηλώνεις: "έχω φίλο!"
ενώ ουτ' ανάσασμα αντρικό δε σ' έχει ακόμ' αγγίξει
απ' τη στιγμή που τον Αδάμ ταυτίζεις με το μήλο
το φόβο με το σκίρτημα, τον πόθο με την πλήξη
απ' τη στιγμή που όταν κανείς τ' ωραίο σου κορμάκι
κοιτάξει μ' ένα νόημα ως τότε άγνωστό σου
εσύ μετέωρη στέκεσαι κι αμήχανη λιγάκι
πριν όλο ανίσχυρο θυμό κλειστείς στο δωμάτιό σου
απ' τη στιγμή που έξαφνα το σπίτι μεγαλώνει
κι η μάνα είναι βαρετή και ξένος ο πατέρας
απ' τη στιγμή που θα σκεφτείς το στήθος που αβγαταίνει
ότι δεν είναι κτήμα σου μα της αγάπης γέρας
απ' τη στιγμή που προσμετράς γυμνή τα θέλγητρά σου
κι ενώ είναι είκοσι εσύ τα βρίσκεις μόνο δέκα
αντίο τότε πες μικρή σ' όλα τα παιδικά σου
και σ' όλη την αξία σου-πια έγινες γυναίκα.