Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

 ΠΑΣΙΦΑΗ

Νύχτα σ’ ένα νησί. Κρήτη το λένε.
Μέγας πολιτισμός εδώ ανθίζει.
Και δύναμη. Δικό της το Αιγαίο.
Και η Ελλάδα υποταχτική της.
Του βασιλιά τού Μίνωα το παλάτι
Τη δόξα του απλώνει στο σκοτάδι
Σαν ένα πέρφανο γερό κατάρτι.
Και το νησί ολόκληρο ένα πλοίο.
Στη νοτινή γωνιά του ένα δωμάτιο
Ακόμα φωτισμένο. Και σκυμμένος
Ο Δαίδαλος απάνω στα σχέδιά του.
Ανοιγει η πόρτα. Κι είναι η Πασιφάη.
Τη βλέπει εκείνος παραξενεμένος.
«Βασίλισσα. πώς μόνη τέτοιαν ώρα;
Και πως στο εργαστήρι μου; Τι θέλεις;»
«Δαίδαλε θέλω από σε μια χάρη.
Τα μυστικά της τέχνης σου ζητάω
Στη δούλεψή μου τώρα να τα βάλεις".
"Ό,τι μου πεις μετά χαράς θα κάνω.
Είσαι βασίλισσα. Σε υπακούω.
Κι είσαι του Απόλλωνα παιδί. Δε θέλω
Θεού επάνω μου οργή να πέσει.
Ακούω βασίλισσα τις διαταγές σου".
"Δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω να μιλάω
Και το φρικτό να πω που μου συμβαίνει.
Από τη μια η ντροπή με σταματάει΄
Τα πάθη με κεντούν από την άλλη .
Nαι. Θα σου πω τι θέλω. Γι αυτό ήρθα.
Μα πρέπει Δαίδαλε να περιμένεις
Κάτι για πρώτη σου φορά νακούσεις".
"Είμαι μεγάλος και πολλά 'χω ακούσει
Κ ι έχουν πολλά τα μάτια μου ιδωμένα.
Κι είσαι βασίλισσα. Οι βασιλιάδες
Ό,τι κι αν πουν καλά ’ναι ειπωμένο".

"Ξέρεις του ταύρο που ο Ποσειδώνας
Στο βασιλιά γιά δώρο έχει στείλει.
Που ολημερίς γυρνάει στα παράλια
Kι ό,τι στο διάβα του έβρει το ρημάζει.
Kι ειναι κι αντρών και γυναικών ο τρόμος.
Έτυχε να τον δω μιά μέρα όταν
Στο κύμα πήγα με τη συνοδειά μου.
Από την ώρα εκείνη η καρδιά μου
Σε χίλια εραγίστηκε κομμάτια...
Μη...μη μιλάς τώρα που έχω αρχίσει...
Πήγα και ξαναπήγα και τον είδα.
Πάω και ξαναπάω κάθε μέρα.
Ξέρω τα μέρη που περνάει ή στέκει
Kι έχω κρυψώνες βρει και τον κοιτάζω.
Κι ειμ' όλη μάτια τις στιγμές εκείνες.
Σαν το αθώο ταρνάκι είναι κατάσπρος.
Και δέκα λιονταριών η δύναμή του.
Άγριος κι όμορφος. Τα κέρατά του
Μπορούν χιλιάδες να νικήσουν όπλα.
Εβρήκα τρόπο να τον πλησιάσω.
Κρυφά. Δίχως να με ’δει. Τον φοβόμουν.
Η μυρωδιά του ακόμα με ζαλίζει.
Μ’ εχει ποτίσει μέχρι το μεδούλι.
Ταυρίσια μυρωδιά. Aψιά! Βαρβάτη!..
Και τώρα που τη σκέφτομαι μονάχα
To κόκκινό μου ανταριάζει το αίμα.
Kαι, Δαίδαλε, μια μέρα από κείνες
Εκει, ανάμεσα στα πόδια του είδα
Να κρέμονται με ηδονή γεμάτα
Τα σκήπτρα της αντρίκιας βασιλείας.
Και τίποτ' άλλο δε θυμάμαι. Οι δούλες
Με βρήκανε πεσμένη πα' στην άμμο.
Λιπόθυμη. Με σήκωσαν. Καμιά τους
Γι αυτό δε λέει κι ας έχουν καταλάβει-
Δαίδαλε! Αγαπώ αυτόν τον ταύρο.."
"Βασίλισσα. ."
«Βασίλισσα δεν είμαι
Αν ό,τι πιο πολύ ποθώ μου λείπει.
Ό,τι να πεις σωστό βέβαια θάναι.
Μα τα σωστά ο έρωτας τα λιώνει
Σαν φρύγανα κατ' απ' τα πέλματά του.
Ξέρω ποιά ειν' η αιτία για όλα τούτα.
Η Αφροδίτη μού το είπε η ίδια
Ερχόντας στ’ όνειρό μου ένα βράδυ.
Σαν ο Έρωτας την πλήγωσε κι Εκείνη
Για το κορμί το αρρενωπό του Αρη,
Κι ενώ πα' στο κρεβάτι ήταν οι δυο τους
Ο Απόλλωνας το είπε του Ηφαίστου.
Κι αφού δεν δύναται η Αφροδίτη
τίποτα στον Απόλλωνα να κάνει
Σ’ εμέ την κόρη του ξεσπά η οργή της.
Και ν’ αγαπήσω μέβαλε τον ταύρο!
Να το παραδεχτώ της πρέπει όμως:
Καλά σε πράξη βάζει τη βουλή της.
Μα το γιατί, δεν ωφελεί να ξέρω.
Όπως κι αν ήρθε δυνατό είναι τόσο
Που γρήγορα. θα γινει η πλήρωσή του.
Κι ήρθα σε σένα για να με βοηθήσεις:
Όποτε φανερά τον πλησιάζω
ορμάει πάνω μου να με ξεσχίσει.
Δεν ειν' αυτό που θέλω από κείνον.
Τη βία του αλλιώς vα νιώσω θέλω.
Και το μυαλό μου εγέννησε ιδέες
που γυναικείο μυαλό μόνο γεννάει-
Ιδέες που θα με σμίγανε μαζί του.
Στην πράξη όμως δεν άντεξε καμιά τους.
Μα η καινούργια που μου ήρθε ιδέα
Είναι η μόνη που μπορεί την τέτοια
Τη φλόγα που με καίει να τήνε σβήσει.
Κι εσύ μπορείς να τήνε κάνεις πράξη.
Θέλω την τέχνη σου όληνε να βάλεις
Και από δέρμα, ξύλα ή ό,τι άλλο
Nα φτιάξεις μία ψεύτικη αγελάδα.
Μετά θα με βοηθήσεις να την πάμε
Στα μέρη όπου ο ταύρος τριγυρίζει.
Kαι φύγε συ. Κι εγώ θα έμπω μέσα...
Όταν ο ταύρος δει την αγελάδα...
Θεοί! Στη σκέψη μόνο της μεγάλης
Της ευτυχίας που θα μ’ έβρει λιώνω.
Λοιπόν απόψε αρχίνα. Σε διατάζω
To συντομότερο να μού τελειώσεις
Ό,τι την ευτυχία μου θ’ αρχίσει".
"Την τέχνη μου βασίλισσα θα βάλω
Kι ό,τι μου είπες γρήγορα θα το ’χεις.
Kαι η ψυχή μονάχα θα του λείπει
Γιά να ’ναι ζωντανό το τέχνημά μου.»
Στο παραθύρι στράφηκες κατόπι
Κι άρχισες να μιλάς προς το σκοτάδι.
"Ωραίο τόσο πλάσμα δεν ξανάδα.
Kι εγώ δεν ξέρω αν γιατί ειν’ ωραίος
Γι αυτό τόνε ποθώ, ή τάχα ο πόθος
Στα μάτια μου ωραίο τόνε κάνει.
Μα ξέρω δυνατά πως τόνε θέλω.
To πρώτο ερωτικό μου το τραγούδι
Ένα σα γίνουμε, θα τραγουδήσω.
Άλαλος ως τα τώρα ο έρωτας μου.
Κορμιά χωρίς ψυχή λες μ’ αγκαλιάζαν...
Του ήλιου του μονάκριβου είμαι κόρη,
Kαι το μονάκριβο ποθώ να σμίξω.
Ωκεανίδα η μάννα μου, κι ο πόθος
Βαθύς όπως η θάλασσα ο δικός μου.
Είμαι γυναίκα. Να ενωθώ ζητάω
Με ό,τι δυνατότερο υπάρχει.
Kαι να! ο ταύρος! Όπως καταιγίδα
Kαι μανιασμένη θύελλα ορμάει.
Kαι τρέμουν τα βουνά στο πέρασμά του.
Κι ας είναι τρομερός. Έχει μια γλύκα
Στο πρόσωπο που μόνο εγώ τη βλέπω.
Τί μοναξιά πρέπει να νοιώθει αλήθεια
Καθώς βοσκάει στους κάμπους δίχως ταίρι…
Αχ! Πόσο θάθελα να τόνε κλείσω
Στην αγκαλιά μου. Να τόνε χαιδέψω
Να τον ταγίσω απ' το γλυκό μου στήθος
Και να τον νανουρίσω σαν παιδάκι.
Η άγια η στιγμή πότε θα φτάσει
Που άβουλη από κάτω του θα κείμαι,
Γιά μιά φορά σκλάβα του έστω μόνο
Σ’ αυτόν ολότελα υποταγμένη...
Kι αv ασυνήθιστη μια τέτοια σμίξη
Μα όμως ειν' εκείνη που μ’ αρέσει.
Kαι ποιος θα εμποδίσει μια γυναίκα
To πιο επιθυμητό της vα διαλέξει;
Toν ταύρο εδιάλεξα κι αυτόν θα πάρω,
Ακόμα κι αν ό,τι έκανα όταν μάθει
Σκληρά ο Μίνωας με τιμωρήσει.
Εγώ, η πολύαντρη η Πασιφάη
Σαν έφηβη αιστάνομαι, που πρώτη
Του Έρωτα φορά την έλξη νιώθει.
Κι έχω ξεχάσει όλα μου τα πρώτα
Kι ένα μεθύσι μόνο περιμένω-
Εκείνο που ο δικέρατος θα δώσει
Σε μέ, με το ταυρίσο το κρασί του".
Και στράφηκες στον Δαίδαλο και  ’πες:
"Δαίδαλε ταίριαξε την τέχνη σου όλη-
Θέλω και σαν ΄γελάδα όμορφη να ’μαι!."