ΣΑΡΑ
(Κρίση. Το κοριτσάκι που πέθανε από τις αναθυμιάσεις προσπαθώντας να ζεσταθεί σε μαγκάλι)
Όχι θεός αλλ’ άνθρωποι
αισχροί συνωμοτήσαν
και να μην έχει ζεστασιά
η Σάρα αποφασίσαν.
Κι ενώ εκείνη ανύποπτη
αγκαλιάζει το μαγκάλι
ήσυχοι αυτοί στου χρήματος
φωλιάζουν την αγκάλη.
Και τ’ άδικο ενώ αυτοί
σκυφτοί μετρούνε χρήμα
εκείνης μπαίνει το κορμί
στο γήινό του μνήμα.
Όμως η Δίκη αγνοεί
του χρήματος παιχνίδια
και, όπως όλα, και αυτό
ανταποδίδει τα ίδια:
η Σάρα ενώ στων Ουρανών
το τζάκι πια χλιαίνεται
ψυχή και σώμα εκεινών
σ’ αιώνιο πυρ θα καίγεται.