Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024

 ΜΑΪΚ ΚΑΙ ΘΩΜΑΪΣ
(μονόπρακτο)

ΠΡΟΣΩΠΑ
Εύα, Νία, Τεντ, Μάικ, Ανέτ, Έρικ, Νάιν: ΝΕΑΡΑ ΠΑΙΔΙΑ
Ζαν: ΟΧΤΑΧΡΟΝΟ ΑΛΑΝΑΚΙ
Θωμαϊς: ΝΕΟΦΕΡΤΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Μπεν: ΠΑΛΙΟΣ ΓΝΩΣΤΟΣ ΤΗΣ


ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Πάρκο σε γειτονιά. Απόγευμα. Νέοι και νέες συζητούν.

ΕΥΑ
Εγώ δεν θα ξανακάνω γυμναστική. Θα πάρω απαλλαγή. Θα πω στον πατέρα μου να πει στη δασκάλα ότι κουράζομαι πολύ και μετά από κάθε μάθημα γυμναστικής δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου.
ΝΙΑ
Πες ότι δε θέλεις να δείχνεις τα μεγάλα στήθη σου…
ΕΥΑ
Αν θέλεις να ξέρες τα στήθη μου αρέσουν σε πολλά αγόρια.
ΝΙΑ
Μόνο στον Τεντ. Αυτό όλοι το ξέρουν.
ΤΕΝΤ
Να σου λείπουν αυτά Εύα. Τι κάνω εγώ και τι αρέσει σε μένα να μη σε νοιάζει εσένα.
ΑΝΕΤ
(στον Τεντ)
Γιατί; Μήπως όλοι δεν σας είδανε χτες στη μάντρα της Δεξαμενής να φιλιόσαστε;
ΕΡΙΚ
Και τι σε νοιάζει εσένα αν φιλιότανε η Εύα και με ποιον;
ΜΑΙΚ
Καλά σου λέει ο Έρικ Ανέτ, μη χώνεσαι στις υποθέσεις των άλλων.
ΑΝΕΤ
Μμμ, μιλάει και ο μην αγγίζετε. Μη φοβάσαι, για σένα δε θα πούμε τίποτα γιατί δεν έχεις και τίποτα με καμία κοπέλα.
ΕΥΑ
Δε θέλει και δεν έχει τίποτα. Μήπως σου έδωσε και σένα χυλόπιτα και τον έχεις άχτι;
ΤΕΝΤ
Να σου πω Ανέτ, ο Μάικ είναι φίλος μου και λίγα τα λόγια σου γι αυτόν. Επειδή δε μιλάει δε θα πει ότι μπορείς ναν τον ενοχλείς με τις βλακείες σου.
ΑΝΕΤ
Βλακείες λες εσύ και ο ξάδερφός σου ο κοιλαράς.
(στην Εύα)
Και εσύ βυζού να μαζέψεις τη γλώσσα σου.
ΕΥΑ
Έλα Ανέτ, κανένας δε σου αρέσει εσένα, τι να τα λέμε… Όλο κακία είσαι.
ΝΑΪΝ
Καλά σου λέει. Όλοι σε ενοχλούν εσένα. Ο Τεντ, ο Ντέιβ, ο ξάδερφός του, ο Μάικ, η Εύα, όλοι.

ΜΑΙΚ
Εμένα δεν με ενοχλεί η Ανέτ. Δεν τα λέει από κακία ότι λέει.
ΑΝΕΤ
Ακούς Τεντ; Μη χώνεσαι λοιπόν να υπερασπίσεις το φίλο σου. Δεν τα λέω από κακία. Και αυτό είναι αλήθεια. Και καμιά κακία δεν έχει αν πω ότι τον είδα χτες να πολυμιλάει με τη νεόφερτη κυρά δίπλα από  το γκρέμιο της γωνίας.
ΤΕΝΤ
Του είχε ζητήσει να της αγοράσει φασολάκια  από την αγορά. Κακό είναι αυτό;
ΕΥΑ
Αλήθεια; Θα έχει γούστο Να το δούμε κι αυτό. ‘Ένα παιδί με μια γριούλα…
ΑΝΕΤ
Γριούλες είναι τα μάτια σου που δε βλέπουνε καλά. Και είναι και νοστιμούλα.
ΤΕΝΤ
Και αν θέλετε να μάθετε είναι και παντρεμένη. Λοιπόν μη λέτε χωρίς να ξέρετε.
ΑΝΕΤ
Και πού είναι ο άντρας της;
ΤΕΝΤ
Δεν ξέρω. Όμως θα έρθει γρήγορα.
ΑΝΕΤ
Και πώς τα έμαθες όλα αυτά; Στα είπε ο φίλος σου;
ΤΕΝΤ
Από τη μητέρα μου τα άκουσα έξυπνη.
(μπαίνει ο Ζαν με το ποδήλατό του. Κάνοντας το γύρο της παρέας και πριν βγει, δυνατά προς τον Μάικ)
ΖΑΝ
Σε θέλει η κυρία Θωμαϊς!
ΑΝΕΤ
Να τα μας…
ΜΑΙΚ
(βγαίνοντας)
Γεια σας παιδιά.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ


ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Σπίτι της Θωμαϊδας. Η Θωμαϊς σκουπίζει το πάτωμα. Μπαίνει τρέχοντας ο Μάικ.
ΘΩΜΑΪΣ
Καλώς τον. Γιατί έτρεχες;
ΜΑΙΚ
Μου είπε ο Ζαν ότι με θέλετε.
ΘΩΜΑΪΣ  
Μα δεν ήταν τόσο βιαστικό. Λίγα αυγά θέλω από τον κυρ- Στηβ-έτσι δεν τον λέτε;
ΜΑΙΚ
Ναι. Τα μάθατε όλα μέσα σε λίγες μέρες.
ΘΩΜΑΪΣ
Είναι τόσο μικρή η πόλη σας… Κάτσε λιγάκι. Να σου φέρω λίγο γλυκό κυδώνι;
ΜΑΙΚ
Δε θέλω. Εγώ δεν σας βοηθάω για να μου δώσετε γλυκό.
ΘΩΜΑ ΪΣ
Το ξέρω, όμως λεφτά δεν θέλεις, ένα γλυκό τουλάχιστον.
ΜΑΙΚ
Και τα αυγά;
ΘΩΜΑΪΣ
 Μετά θα πας. Δεν κλείνει τόσο νωρίς ο κυρ-Στηβ.
(Βγαίνει. Ο Μάικ κοιτάζεται στον καθρέφτη και φτιάχνει τα μαλλιά του. Η Θωμαϊς γυρίζει με το γλυκό και το προσφέρει στον Μάικ.)
ΘΩΜΑΪΣ
Μάικ, δεν σε ρώτησα-μήπως οι γονείς σου δεν θέλουν που σε στέλνω καμιά φορά να μου αγοράζεις πράγματα;
ΜΑΙΚ
Δεν έχω γονείς κυρία  Δεν έχω γνωρίσει πατέρα και μητέρα. Ούτε η κυρία Μίνα  τους γνώρισε. Κάποιος άλλος ήρθε και με άφησε σ’ αυτήν, δίνοντάς της και λεφτά για να με μεγαλώσει.
ΘΩΜΑΪΣ
Με συγχωρείς, δεν το ήξερα.
ΜΑΙΚ
Δεν πειράζει. Έχω συνηθίσει σ΄ αυτό.
ΘΩΜΑΪΣ
Δεν σε πειράζει που δεν ξέρεις τους γονείς σου;
ΜΑΙΚ
Όχι. Αν τους είχα γνωρίσει και μετά τους έχανα θα με πείραζε. Μα τώρα όχι.
ΘΩΜΑΪΣ
Πόσων χρόνων είσαι Μάικ;
ΜΑΙΚ
Δέκα πέντε.
ΘΩΜΑΪΣ
Δείχνεις μεγαλύτερος.
(σιωπή)
ΜΑΙΚ
Εσείς έχετε παιδιά;
ΘΩΜΑΙΣ
Όχι. Δηλαδή είχα. Ήταν αγοράκι. Πέθανε όμως όταν  γεννήθηκε.
ΜΑΙΚ
Κρίμα. Θα στενοχωρηθήκατε πολύ.
ΘΩΜΑΪΣ
Και βέβαια. Όμως θα στενοχωριόμουν περισσότερο αν είχα ζήσει μαζί του για λίγον έστω καιρό.
(χαμογελάει)
Όπως και συ με τους γονείς σου. Αν τους είχες γνωρίσει θα σου έλειπαν περισσότερο.
ΜΑΙΚ
Ναι.
(ξαφνικά)
Η Ανέτ λέει πως είσαστε όμορφη.
ΘΩΜΑΪΣ
(χαμογελώντας με ευχαρίστηση)
Ναι;.. Συζητούσατε για μένα λοιπόν;
ΜΑΙΚ
Όταν έρχεται ένας άγνωστος στη γειτονιά, συζητάμε γι αυτόν.
ΘΩΜΑΪΣ
Μόνον η Ανέτ με βρίσκει όμορφη λοιπόν; Οι άλλοι;
ΜΑΙΚ
(σκύβοντας το κεφάλι)
Δεν ξέρω. Δεν είπαν τίποτα.
ΘΩΜΑΪΣ
Δηλαδή μπορεί να είμαι και άσχημη;
ΜΑΙΚ
(σηκώνοντας το κεφάλι του και κοιτάζοντάς την. Γρήγορα γρήγορα)
Όχι! Κι εγώ σας βρίσκω όμορφη.
 (Σηκώνεται απότομα, ταραγμένος και κοκκινίζοντας το πρόσωπό του. Κοιτάζει δεξιά και αριστερά αποφεύγοντας το βλέμμα της Θωμαϊδας)
Να πάω για τα αυγά…
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι.
(τον πλησιάζει. Του χαϊδεύει  απαλά τα μαλλιά. Βγαίνει στο άλλο δωμάτιο και γυρίζει με τα λεφτά. Του τα δίνει χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά. Σιγά)
Και μην τρέχεις πάλι και τα σπάσεις στο δρόμο…
Ναι;
ΜΑΙΚ
(στέκει αμήχανος για μια στιγμή. Αμέσως ύστερα, ζωηρά)
Ναι.     
(Βγαίνει τρέχοντας. Η Θωμαϊς κάθεται στο κρεβάτι σκεπτική  και μένει ακίνητη και με βλέμμα απλανές που βλέπει κάπου πολύ μακριά. Στέκει έτσι  για λίγο)
Θεέ μου!
(σηκώνεται και τριγυρίζει στο δωμάτιο χωρίς σκοπό, σαν υπνωτισμένη. Τέλος στέκεται. Σιγά, μιλώντας στον εαυτό της)
Δεκαπεντάχρονο παιδί! Αναστατώθηκε μόλις είπε ότι είμαι όμορφη. Τι να γίνεται άραγε μέσα ψυχή αυτού του παιδιού… Ποια πάθη να συγκρούονται, τι επιθυμίες να φουντώνουν…Θεέ μου. Μέσα σ’ ένα τόσο μικρό κορμάκι τι θύελλες ξεσήκωσε η παρουσία μου… Πρώτη μου φορά αντιμετωπίζω τέτοια κατάσταση.  Είναι μικρός στην ηλικία. Μα αν μέσα του γίνεται τέτοια ταραχή, ποιος μεγάλος έχει το δικαίωμα να την αγνοήσει; Και εγώ τι να κάνω; Να αφήσω να καίγεται μέσα στη φωτιά αυτό το χλωρό χορταράκι, ή να το βγάλω από αυτήν και να του δώσω την ευκαιρία να μεγαλώσει χωρίς να το βασανίζει η ιδέα ότι δεν μπόρεσε να δαμάσει την επιθυμία του και την φανέρωσε ντροπιάζοντάς τον; Να στέρξω να δημιουργηθούν στην ψυχούλα του αισθήματα αποτυχίας και μειονεκτικότητας που θα το ακολουθούν σε ολόκληρη τη ζωή του; Να μείνω γι αυτόν  η μεγάλη σε ηλικία γυναίκα που τον άφησε να βασανίζεται ποιος ξέρει για πόσον καιρό ακόμα από την ντροπή να αποκαλυφτεί μπροστά της; Να μην το βοηθήσω να δει της ζωής και την καλή πλευρά εκτός από κείνην που μέχρι τώρα η ζωή του έχει δείξει; Μεγαλωμένο σε ξένα χέρια, χωρίς να έχει γνωρίσει πατέρα ή μητέρα, έχοντας νιώσει ως τα κατάβαθά του την κακή όψη της ζωής, να το αφήσω να γνωρίσει και μια δεύτερη ήττα ενώ μέσα του το βασανίζει η πρώτη και μεγάλη του; Δεν βρήκε την αγάπη εκεί που έπρεπε, εκεί που την βρίσκουν οι άνθρωποι στα πρώτα τους βήματα στον κόσμο μέσα. Πρέπει να γνωρίσει την έχθρα των ανθρώπων ακόμα μια φορά σε ό,τι σημαντικότερο υπάρχει για ένα παιδί που γίνεται άντρας; Έχασα εγώ το παιδί μου. Μεγάλο χτύπημα. Μήπως τώρα είναι ώρα να χαρώ κι εγώ, δίνοντας τη χαρά σε τούτο το παιδί; Μήπως η Μοίρα μού δίνει το βάλσαμο για την πληγή που ακόμα βαθιά μου με βασανίζει; Θεέ μου! Τι να κάνω; Μπροστά σε τι σταυροδρόμι με φέρνεις…; Έχω το δικαίωμα να στερήσω τη χαρά από αυτό το αισθαντικό παιδάκι που μου την ζητάει με τόσο ευγενικό και αθώο τρόπο μάλιστα; Τι θα με βαστούσε από το να χαρίσω τη χαρά σε τούτο το παιδί; Μήπως η κοινωνία, που επιτρέπει τόσα και τόσα εγκλήματα και αδικίες; Μήπως η Φύση; Τότε γιατί έβαλε μέσα στο παιδί αυτό αυτή την ταραχή; Μήπως εσύ Θεέ μου; Αν ναι, έλα και κάψε με αυτήνε τη στιγμή. Σώπασέ μου ετούτη τη φωνή, πάψε μου ετούτο το βάσανο: να έχω να διαλέξω σε δύο πράγματα ανάμεσα που τόση οδύνη και τόση ηδονή φέρνει και μόνον η σκέψη και των δυο τους. Μα αν θέλεις να κρατήσεις μακριά το νερό από τους ανθρώπους, γιατί ανάβεις τότε μέσα τους φωτιά Θεέ μου; Διάλεξε Συ για μένα. Πάρε με από το χέρι και οδήγησέ με Εσύ στον δρόμο που Εσύ θέλεις. Σου προσφέρομαι γι αυτό. Αν όμως δεν το κάνεις, μη μου ζητάς να απολογηθώ σε Σένα για όποιον δρόμο θα τραβήξω.
(βήματα στη σκάλα. Η Θωμαϊς κάθεται στην καρέκλα παίρνοντας ένα περιοδικό στο χέρι της και κάνοντας ότι διαβάζει. Μπαίνει ο Μάικ. Η Θωμαϊδα αφήνει το περιοδικό)
ΜΑΙΚ
(Αφήνοντας τα αυγά στο τραπέζι, χωρίς να κοιτάζει την Θωμαϊδα)
Τα αυγά. Και  τα ρέστα.
( Η Θωμαϊς σηκώνεται. Με ήρεμες κινήσεις τον πιάνει από το χέρι και τον καθίζει στην απέναντί της καρέκλα που είναι πολύ κοντά στην δική της. Κάθεται κι αυτή)
ΘΩΜΑΪΣ
(σιγά)
Ποια είναι η Εύα;
ΜΑΙΚ
Μια κοπέλα.
ΘΩΜΑΪΣ
Την αγαπάς;
ΜΑΙΚ
(Κοιτάζει παραξενεμένος την Θωμαϊδα. Ύστερα αμέσως)
Όχι.
ΘΩΜΑΪΣ
Εμένα; Με αγαπάς;
ΜΑΙΚ
(κοιτάζοντας αλλού)
Ναι.
ΘΩΜΑΪΣ
Κι εγώ σε αγαπώ.
(σιωπή)
Και θέλω να σε φιλήσω… αλλά δεν ξέρω αν θέλεις εσύ... θέλεις κι εσύ να με φιλήσεις;
(πάντοτε κοιτάζοντας αλλού)
ΜΑΙΚ
Δεν ξέρω…
ΘΩΜΑΪΣ
Αν ντρέπεσαι να μου το πεις μην στενοχωριέσαι. Κι εγώ πριν σου πω ότι σε αγαπώ ντρεπόμουν πολύ. Οι άνθρωποι ντρέπονται πολλές φορές σε τέτοιες περιστάσεις.. Μα όταν θέλουν κάτι πρέπει να ξεπερνάνε την ντροπή τους και να το λένε. Λοιπόν;… Θέλεις να με φιλήσεις;

ΜΑΙΚ
Ναι.
(η Θωμαϊς σηκώνεται, απλώνει το χέρι της και σηκώνει τον Μάικ. Στρέφει το κεφάλι του Μάικ προς αυτήν. Του πιάνει τα χέρια και απαλά τον φέρνει κοντά της. Πλησιάζει το κεφάλι της προς το κεφάλι του Μάικ και τα χείλη τους ενώνονται)
    

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΣΚΗΝΗΣ


ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
(Σπίτι της Θωμαϊδας. Έναν μήνα μετά. Θωμαϊς και Μάικ συζητούν)
ΘΩΜΑΪΣ
Δεν θέλω να αφήνεις τα μαθήματά σου για να έρχεσαι εδώ. Πρέπει  πρώτα να διαβάζεις. Και καθώς είσαι και καλός μαθητής, θα γίνεις μια μέρα ένας καλός και χρήσιμος στην κοινωνία άνθρωπος, με όποιο επάγγελμα θα διαλέξεις να ακολουθήσεις.
ΜΑΙΚ
Διαβάζω και το ξέρεις. Πριν σε γνωρίσω το είχα ρίξει λίγο έξω. Τώρα συμμαζεύτηκα. Ο φίλος μου ο Τεντ, που μαζί γυρίζαμε, μου παραπονιέται, αλλά νομίζω πως εγώ θα κάνω εκείνον να αφήσει τις πολλές παρέες παρά αυτός να με απασχολεί από τα μαθήματά μου.
ΘΩΜΑΪΣ
Η Ανέτ τι σου λέει για μένα; Σε πειράζει ακόμα;
ΜΑΙΚ
Μερικές φορές λέει κάτι με σκοπό να ανοίξει συζήτηση και να μάθει τι είναι εκείνο που μας έχει φέρει κοντά εμένα και σένα. Μη σε απασχολεί, όπως δεν της δίνω κι εγώ πια σημασία.
Τελείωσες τις δουλειές σου για σήμερα;
ΘΩΜΑΪΣ
Ξύπνησα νωρίς γιατί ήτανε η μέρα της γενικής καθαριότητας. Μα τα τελείωσα όλα.
ΜΑΙΚ
Τότε είσαι και συ ελεύθερη σήμερα και θα είμαστε μαζί ως αργά.
ΘΩΜΑΪΣ
Όχι σήμερα αγόρι μου. Περιμένω μια επίσκεψη όπου να ’ναι.
ΜΑΙΚ
Ποιον; Τον άντρα σου;
ΘΩΜΑΪΣ
Όχι Μάικ.
ΜΑΙΚ
(με ενδιαφέρον)
Αλλά;..
ΘΩΜΑΪΣ
Μάικ αγόρι μου, όλο αυτό τον καιρό δεν μιλήσαμε για μένα. Δεν με ρώτησες και ούτε εγώ από μόνη μου δεν σου είπα κάτι.
ΜΑΙΚ
Σε είχα ρωτήσει κάποτε και μου είπες ότι θα συζητούσαμε κάποια άλλη φορά. Θα μου πεις τώρα για τι πρόκειται;
ΘΩΜΑΪΣ
Σήμερα θα σου μιλούσα και αν ακόμα δεν μου το ζητούσες.
Θα σου πω με συντομία όσο προλαβαίνω πριν έρθει αυτός που περιμένω. Του είπα να με πάρει τηλέφωνο όταν φτάσει στην πόλη.
ΜΑΙΚ
Ποιος είναι αυτός επιτέλους;
ΘΩΜΑΪΣ
Κοίταξε Μάικ, πριν από χρόνια, πριν γεννηθείς εσύ ακόμα, είχα γνωρίσει στην πρωτεύουσα όπου βρισκόμουν τότε, έναν κύριο. Ένα σεβαστό πρόσωπο. Ζούσαμε μαζί. Μου είχε πει ότι δεν θα με παντρευτεί γιατί δεν ταιριάζαμε κοινωνικά. Αυτός ήταν πλούσιος και εγώ φτωχή. Όταν έμεινα έγκυος αυτός ήθελε να κάνω έκτρωση-ξέρεις τι είναι αυτό, ε;
ΜΑΙΚ
Ξέρω.
ΘΩΜΑΪΣ
Εγώ δεν ήθελα. Η απόληξη ήτανε να γεννήσω. Όμως το παιδί πέθανε  αμέσως μετά τη γέννα. Δεν μπόρεσα ούτε να το δω, ούτε να ζούσε μια μέρα τουλάχιστον να το είχα πάρει για λίγο στην αγκαλιά μου. Πριν από δέκα χρόνια περίπου, πάψαμε να βλεπόμαστε με τον κύριο αυτόν. Εν τω μεταξύ εγώ εργαζόμουν σε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας. Τον τελευταίο καιρό το εργοστάσιο δεν πήγαινε καλά και έπρεπε να απολύσει εργάτες. Απολύθηκα κι εγώ. Τον ίδιο καιρό έτυχε και πέθανε ο άνθρωπος που κάποτε ζούσαμε μαζί. Ένας καλός φίλος του, που τον ήξερα κι εγώ καλά από τότε, ήρθε και με βρήκε και μου είπε ότι σ’ αυτήν εδώ την περιοχή, στην πόλη σας, έχει έναν συγγενή του που θα μου έδινε δουλειά στα καταστήματά του. Μου είπε να έρθω εδώ και ότι όταν θα ευκαιρούσε θα ερχόταν εδώ να με γνωρίσει στον εδώ φίλο του ώστε να αρχίσω να δουλεύω.
Αυτό ήταν. Και τώρα μου τηλεφώνησε ότι έρχεται να με δει για ό,τι μου είχε πει, για να με βάλει δηλαδή σε δουλειά.
ΜΑΙΚ
Θα του πεις για μας;
ΘΩΜΑΪΣ
Δεν θα έρθει για να μάθει για τη ζωή μου Μάικ. Έρχεται να με βοηθήσει να βρω δουλειά. Ότι κάνω εγώ είναι δικό μου θέμα και μόνον. Αλλά καλλίτερα θα είναι να μην είσαι και εσύ εδώ όταν έρθει. Δεν πρόκειται για μια κοινωνική συνάντηση, πρόκειται για δουλειά. Γι αυτό όταν μου τηλεφωνήσει καλλίτερα μην είσαι εδώ. Θα σου πω αμέσως μετά τι έγινε. Πες μου τώρα. Με αγαπάς το ίδιο από τότε που γνωριστήκαμε μέχρι σήμερα;
ΜΑΙΚ
Το ρωτάς; Δεν το ξέρεις; Δεν το καταλαβαίνεις;
ΘΩΜΑΪΣ
(χαμογελώντας)
Το ξέρω αλλά θέλω να σε ακούω να το λες.
ΜΑΙΚ
(σηκώνεται, αγκαλιάζει και φιλάει τη Θωμαϊδα στο πρόσωπο, στα μαλλιά…)
Είσαι η αγαπημένη μου. Τι άλλο να σου έλεγα; Από τότε που σε είδα αυτό ήθελα πάντοτε να κάνω. Να σε αγκαλιάζω και να σε φιλώ παντού.
ΘΩΜΑΪΣ
(απωθώντας τον απαλά)
Έλα τώρα Μάικ. Φτάνει. Μου το έδειξες. Σταμάτα. Όπου να ’ναι θα έρθει αυτός…

ΜΑΙΚ
Καλά. Όμως όταν τελειώσεις θα με πάρεις στο τηλέφωνο να έρθω να μου πεις τι έγινε. Δεν θα πάω να βρω τα παιδιά. Θα χαζεύω εδώ τριγύρω μέχρι να τελειώσεις.
ΘΩΜΑΪΣ
Βέβαια θα σε πάρω.
(χτυπάει το τηλέφωνο)
Να! Αυτός θα είναι.
(σηκώνει το ακουστικό)
Εμπρός! Ναι… Ναι. Φτάσατε;  Είχατε καλό ταξίδι;… Ναι σας περιμένω. Οδός… γράφετε; Οδός Αριάδνης πενήντα τέσσερα… Δίπλα στο πάρκο.
Ναι, σας περιμένω…
(αφήνει το τηλέφωνο)
Αυτός ήταν. Ήρθε. Θα έρθει με ταξί λέει. Άραγε δεν θα αργήσει. Καλλίτερα να πηγαίνεις.
ΜΑΙΚ
Θέλεις να σου πάρω τίποτε από την αγορά;
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι, λίγο σέλινο και καρότα. Θα φτιάξω ψαρόσουπα σήμερα.
ΜΑΙΚ
Πηγαίνω.
(Φιλιούνται)
Γεια σου.
ΘΩΜΑΪΣ
Γεια σου αγόρι μου.
(Ο Μάικ βγαίνει. Η Θωμαϊς επιθεωρεί με ένα βλέμμα το δωμάτιο το βρίσκει καλό, και κάθεται κοιτάζοντας από το παράθυρο. Χτυπάει το κουδούνι. Η Θωμαϊς ανοίγει. Είναι ο Μπεν.)
ΜΠΕΝ
Γεια σου Θωμαϊς.
ΘΩΜΑΪΣ
Γεια σας. Τι κάνετε;.. Περάστε… Καθίστε.
(Ο Μπεν κάθεται)
ΜΠΕΝ
Ωραία γειτονιά βλέπω. Είσαι ευχαριστημένη από την καινούργια πόλη σου;
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι. Καλή είναι. Και οι άνθρωποι ευγενικοί.
ΜΠΕΝ
Αύριο αν μπορείς και συ να πάμε στον Κουβέρ- είναι ο φίλος που σου είπα.
ΘΩΜΑΪΣ
Μα ναι. Βέβαια… Έχετε να μείνετε κάπου τη νύχτα;
ΜΠΕΝ
Θα μείνω στου Κουβέρ, του έχω τηλεφωνήσει κιόλας. Όμως…
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι;
ΜΠΕΝ
Να!.. Θωμαϊς, έχω να σου πω και κάτι άλλο.
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι, ακούω.
ΜΠΕΝ
(διστάζοντας)
Θωμαϊς…
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι κύριε Μπεν;
ΜΠΕΝ
Τον Τομ τον ήξερες πολύ καλά.  Ήξερες πόσο σκληρός γινόταν όταν κάποιος του αντιστεκόταν ή δεν έκανε εκείνο που ήθελε αυτός…
ΘΩΜΑΪΣ
Και βέβαια το ήξερα. Από πρώτο χέρι. Ήταν καλός ώσπου να του αντιμιλούσες. Μα ας μην κατηγορούμε τους νεκρούς… Τι συμβαίνει κύριε Μπεν; Γιατί μου το λέτε αυτό; Τι θέλετε να μου πείτε;
ΜΠΕΝ
Θωμαϊς, πρέπει να σφίξεις την καρδιά σου. Πρέπει να είσαι δυνατή. Γιατί αυτό που θα σου πω είναι κάτι μεγάλο.
ΘΩΜΑΪΣ
Με φοβίζετε…
ΜΠΕΝ
Όχι, δεν είναι για φόβο. Μα δυσκολεύομαι πώς να το πω…
ΘΩΜΑΪΣ
Μα δεν πηγαίνει πουθενά το μυαλό μου. Ο Τομ είναι νεκρός πια, εσείς θα με βάλετε σε δουλειά, τι άλλο θα μπορούσατε να μου πείτε και διστάζετε;
ΜΠΕΝ
Θωμαϊς, θυμάσαι τον Κλωντ, το δεξί χέρι του Τομ…
ΘΩΜΑΪΣ
Και βέβαια τον θυμάμαι.
ΜΠΕΝ
Τον έβλεπα που και πού αυτά τα χρόνια. Όταν πέθανε ο Τομ, με κάλεσε μια μέρα στο σπίτι του. Δεν το είχε ξανακάνει. Σκέφτηκα ότι τώρα που πέθανε το αφεντικό του ήταν πιο ελεύθερος να κάνει παρέα με όποιον ήθελε. Και πήγα στο σπίτι του.  Αυτός μου είπε αυτό που θέλω να σου πω Θωμαϊς. Και σου ορκίζομαι ότι δεν είχα ιδέα πριν γι αυτό.
ΘΩΜΑΪΣ
Περί τίνος πρόκειται;..
ΜΠΕΝ
Ο Κλώντ με κάλεσε για να μου πει… ότι το παιδί σας…
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι κύριε Μπεν;..
ΜΠΕΝ
Ότι το παιδί εσένα και του Τομ …
(σταματάει διστάζοντας)
ΘΩΜΑΪΣ
(ενθαρρυντικά)
Ναι;…
ΜΠΕΝ
…δεν πέθανε...
(Η Θωμαϊς κοιτάζει τον Μπεν σαν να μην είχε καταλάβει τι της είπε. Αμέσως μετά, ξαφνικά, δείχνει κατάπληκτη και συγκλονισμένη)
Θωμαϊς! Με άκουσες;
ΘΩΜΑΪΣ
Δεν… πέστε το πάλι κύριε Μπεν…
ΜΠΕΝ
Ηρέμησε Θωμαϊς…
ΘΩΜΑΪΣ
Είπες ότι το παιδί μου…
ΜΠΕΝ
Ναι. Αυτό είπα. Δεν πέθανε Θωμαϊς. Ο Τομ δεν ήθελε να μαθευτεί ότι είχε ένα παιδί εξώγαμο. Και σου είπαν ότι πέθανε… Ούτε εγώ δεν το ήξερα… Σου τ’ ορκίζομαι…
(μεγάλη σιωπή. Η Θωμαϊς να προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει ό,τι άκουσε, και ο Μπεν να την παρατηρεί έτοιμος για όλα)
ΘΩΜΑΪΣ
Και γιατί… και πώς… και τι έγινε… Πού πήγε, τι έγινε, τι έκανε με το παιδί μου ο… πέστε μου…
ΜΠΕΝ
Ξέρω πώς αισθάνεσαι Θωμαϊς. Όμως το παιδί σου υπάρχει. Και είναι καλά.
ΘΩΜΑΪΣ
Υπάρχει; Και είναι καλά: Και τι… και πού … πές μου , συνέχισε, που είναι το παιδί μου;
ΜΠΕΝ
Ηρέμησε για να ακούσεις. Είσαι καλλίτερα;
ΘΩΜΑΪΣ
Μίλα κύριε Μπεν!
ΜΠΕΝ
Ο Τομ φρόντισε για το παιδί. Το έδωσε σε μια κυρία να το μεγαλώσει. Ανάθεσε τη δουλειά αυτή στον Κλωντ. Και έδωσε αρκετά λεφτά στην κυρία αυτή ώστε να μην λείψει τίποτα στο παιδί… στο παιδί σου… και στο παιδί του. Γιατί πρέπει να σου πω ότι έστω από μακριά φρόντιζε να μαθαίνει πώς μεγάλωνε το παιδί, αν είχε τίποτε ανάγκες και τέτοια.
ΘΩΜΑΪΣ
Πού το έδωσε; Σε ποιον; Σε ποιαν; Πού;..
ΜΠΕΝ
Πρώτα να σου πω ότι δεν το έδωσε στην πόλη μας που μέναμε, όπου τον ήξεραν όλοι…
ΘΩΜΑΪΣ
Αλλά;…
ΜΠΕΝ
Εδώ. Εδώ που είμαστε τώρα. Στην πόλη αυτή.
ΘΩΜΑΪΣ
Εδώ;..
ΜΠΕΝ
Εδώ. Και γι αυτό ο Κλωντ σε έστειλε εδώ. Πριν πεθάνει, ο Τομ είχε αφήσει στον Κλωντ εντολή να σε στείλει και σένα εδώ για να είσαι κοντά στο παιδί όταν θα το μάθαινες. Και επειδή ο Κλωντ ξέρει ότι εγώ έχω εδώ αυτό τον συγγενή μου, με παρακάλεσε να μεσολαβήσω σε σένα για να έρθεις εδώ.
ΘΩΜΑΪΣ
Κα γιατί δεν μου είπε να πάρω το παιδί και να φύγω μακριά του παρά μου είπε ότι πέθανε;
ΜΠΕΝ
Ποιος τον ξέρει… Ίσως να φοβόταν ότι κάποτε θα το αποκάλυπτες εσύ…ή και ίσως να σκεφτόνταν ότι ίσως να τον εκβίαζες κάποτε… τι να πω…
ΘΩΜΑΪΣ
Τι να πεις εσύ και τι να πω κι εγώ… Από τη μια χαίρομαι που το παιδί μου ζει, από την άλλη… δεν ξέρω τι να πω… και πού είναι; Πού; Πού; Σε ποιον-σε ποιαν-πού το έδωσε;  
ΜΠΕΝ    
Θα σου πω Θωμαϊς.. Αλλά δεν τελείωσα ακόμα. Έχω να σου πω και κάτι άλλο.  

ΘΩΜΑΪΣ
Τι άλλο θα μου πεις; Δεν φτάνει αυτό που μου είπες;
ΜΠΕΝ
Δεν θα σου πω κάτι χειρότερο αλλά κάτι καλλίτερο- που θα απαλύνει λίγο έστω τον καημό σου. Την περασμένη Τετάρτη διαβάστηκε η διαθήκη του Τομ. Σε θυμήθηκε σ’ αυτήν. Κατά βάθος Θωμαϊς σε αγαπούσε.
ΘΩΜΑΪΣ
Αν δεν με αγαπούσε και αν δεν τον αγαπούσα, δεν θα καθόμουν μαζί του κύριε Μπεν.
ΜΠΕΝ
Σου άφησε είκοσι χιλιάδες λίρες Θωμαϊς, για σένα και το παιδί.
ΘΩΜΑΪΣ
Είναι πολλά λεφτά. Όμως τι να πω; Να πω ότι τον ευχαριστώ; Θα ήταν ψέμα.
ΜΠΕΝ
Μην πεις τίποτα. Έστω αργά, ίσως τα πράγματα αλλάξουν προς το καλλίτερο για σένα. Δεν νομίζεις; Και ύστερα από αυτό, δεν ξέρω αν θα θελήσεις να εργαστείς πια, με τόσα λεφτά που θα έχεις δικά σου.
ΘΩΜΑΪΣ
(γρήγορα μιλώντας)
Όχι κύριε Μπεν, θα εργαστώ. Είναι αρκετά λεφτά, όμως τα λεφτά φεύγουν γρήγορα. Ύστερα έχω παιδί πια, θα του χρειαστούν περισσότερο από όσο θα χρειάζονταν σε μένα. Όμως κύριε Μπεν πού είναι το παιδί μου; Που θα βρω το παιδί μου; Πέστε μου κύριε Μπεν!
ΜΠΕΝ
(βγάζει ένα χαρτί από την τσέπη του και το συμβουλεύεται)
Να σου δώσω τη διεύθυνση. Οδός Χρυσανθέμων 38.  Μένει εκεί με κάποια κυρία Μίνα. Αν θέλετε μπορώ να πάω εγώ εκ μέρους σας ή να πάμε και μαζί…
 (Η Θωμαϊς ακούγοντας το όνομα ωχριά, και το κεφάλι της γέρνει στο πλάι όπως σε λιποθυμία.)
Θωμαϊς!...
(Ο Μπεν την παίρνει στην αγκαλιά του, την ξαπλώνει στο κρεβάτι και της δίνει μικρά χτυπήματα στις παρειές. Η Θωμαϊς συνέρχεται σιγά σιγά)
Θωμαϊς λιποθύμησες… Θωμαϊς! Θωμαϊς! Είσαι καλλίτερα;
ΘΩΜΑΪΣ
…Ναι….
ΜΠΕΝ
Καημενούλα μου. Με τόσα που άκουσες σήμερα έπρεπε να  περιμένω κάτι τέτοιο…
ΘΩΜΑΪΣ
Είμαι καλά τώρα κύριε Μπεν. Είπατε οδός Χρυσανθέμων…
ΜΠΕΝ
Ναι, τριάντα οχτώ. Κυρία Μίνα.  Θα τα θυμάστε ή να σας τα γράψω;
ΘΩΜΑΪΣ
Τα θυμάμαι κύριε Μπεν. Ευχαριστώ.
ΘΩΜΑΪΣ
(Σηκώνεται αργά)
Έχετε κάτι άλλο να μου πείτε κύριε Μπεν;
ΜΠΕΝ
Όχι,  Μόνο έλεγα πριν ότι αν θέλετε να έχετε κάποιον μαζί σας όταν πάτε στο σπίτι εκείνο, αν θέλετε να έρθω κι εγώ… σε τέτοιες στιγμές…
ΘΩΜΑΪΣ
Όχι κύριε Μπεν, θα είμαι εντάξει. Σας ευχαριστώ.
ΜΠΕΝ
Τότε να πηγαίνω. Σίγουρα αισθάνεστε καλά;
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι κύριε Μπεν, σας βεβαιώνω.
ΜΠΕΝ
Τότε αύριο θα σας δω γα να πάμε για τη δουλειά. Αν πάλι δεν θέλετε αύριο, μπορώ να σας περιμένω μέχρι μεθαύριο.
ΘΩΜΑΪΣ
Όχι κύριε Μπεν. Αύριο είναι καλά. Θα τηλεφωνηθούμε αύριο για τη δουλειά.
ΜΠΕΝ
Εντάξει, γεια σου Θωμαϊς. Τα λέμε αύριο.
ΘΩΜΑΪΣ
Στο καλό κύριε Μπεν.
(Ο Μπεν βγαίνει. Η Θωμαϊς κάθεται στην καρέκλα και σκύβει το κεφάλι σκεπάζοντας με τις παλάμες της το πρόσωπό της. Μένει σ’ αυτή τη στάση για λίγο, ύστερα σηκώνεται και παίρνει έναν αριθμό στο τηλέφωνο)
Ναι… Γεια σου αγόρι μου… Ναι, έφυγε… Ναι, τώρα μόλις. Είσαι κοντά;.. Ψώνισες κιόλας; Ωραία, τότε έλα… Ναι, σε περιμένω… Γεια σου.
(πηγαίνει προς το ανοιχτό παράθυρο και βλέπει έξω)
Αυτή είναι η ζωή Θωμαϊς. Αυτό ήθελε για σένα. Όπως αυτή θέλησε θα ζήσω. Δεν αντιμάχομαι σε τίποτα, άραγε δεν φταίω για τίποτα. Και δεν είναι άσχημη η ζωή μου. Ήμουν μια μητέρα χωρίς παιδί, τώρα είμαι μια μητέρα με το παιδί μου. Και το παιδί αυτό είναι και ο εραστής μου. Τα δυο που ζητάει μια γυναίκα από τη ζωή της για να είναι ευτυχισμένη, αυτά τα δυό είναι. Να είναι μητέρα και ερωμένη δεν είναι  η λαχτάρα, ο πόθος, το όνειρο κάθε γυναίκας; Δίνει η γυναίκα στη φύση το δώρο που εκείνη θέλει, δίνει κι αυτή στην γυναίκα το αντίδωρό της. Και αυτό μακριά από τον γάμο, το κοινωνικό αυτό τερατούργημα. Μητέρα και ερωμένη, να το όραμα κάθε γυναίκας! Και διπλά ευτυχισμένη εγώ, που και τα δυο τα έχω σε ένα μόνον πρόσωπο! Γιος και εραστής: αυτό δεν ποθεί και κάθε παιδί να είναι; Αυτό δεν ήθελες και συ από μένα  ζωή; Το έκανες. Και αυτά τα χρήματα, για να συμπληρώσουν την ευτυχία μας λες ήρθαν. Όλα καλά καμωμένα.
(Χτύποι στην πόρτα. Η Θωμαϊς ανοίγει. Μπαίνει ο Μάικ)
ΜΑΙΚ
Γεια.
ΘΩΜΑΪΣ
Καλώς το αγόρι μου.
(τον αγκαλιάζει και τον σφίγγει επάνω της δυνατά για ώρα πολλή)
ΜΑΙΚ
(αστειευόμενος)
Έ! Τι έπαθες; Θα με πνίξεις…
(αποσπάται από την αγκαλιά της)
Σε βλέπω χαρούμενη… Μα τι έχεις; Κλαις; Δάκρυα είναι αυτά;  Σου έφερε λοιπόν καλά νέα αυτός ο άνθρωπος;
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι αγόρι μου… Ναι παιδί μου… ναι άντρα μου…
ΜΑΙΚ
Τι περιμένεις λοιπόν; Εμπρός, πες μου τα…
ΘΩΜΑΪΣ
 Να! Ο κύριος αυτός που σου είπα πως κάποτε ζούσαμε μαζί, ο πατέρας του παιδιού μου που πέθανε στη γέννα επάνω, πεθαίνοντας άφησε για μένα στη διαθήκη του είκοσι χιλιάδες λίρες.
ΜΑΙΚ
(έκπληκτος)
Ωωωωωω! Πολλά λεφτά!
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι. Είναι μια μικρή περιουσία. Αν τα χειριστούμε καλά είναι αρκετά για να ζήσουμε χωρίς αγωνία για τις καθημερινές μας ανάγκες, αλλά κύρια, για να μπορέσεις να κάνεις μια καλή αρχή στη ζωή σου όταν με το καλό θα έρθει η ώρα γι αυτό. Και τώρα αγάπη μου, ας αφήσουμε το ψάρι να κάνει για λίγο παρέα με το καρότο και το σέλινο που τόσο αγαπάει, και εμείς ας πάμε στο κρεβάτι να κάνουμε αυτό που τόσο κι εμείς αγαπάμε.

ΜΑΙΚ
(γελώντας)
Επιτέλους! Έλεγα πως δεν θα το έλεγες ποτέ…
(την αγκαλιάζει)

                                                 ΑΥΛΑΙΑ