ENA ΜΑΤΣΑΚΙ ΑΓΚΑΘΩΤΑ ΑΓPIΟΛΟΛΟYΔA
ΑΠΟ ΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΕΥΔΟΚΙΜΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ
α.
-Ο πρωθυπουργός κλέβει.
Μικρή καμπανούλα του αγρού
ο πρωθυπουργός κλέβει.
-Ο αγέρας με φυσά και δεν ακούω.
Πιο δυνατά καλέ μου.
-Ο πρωθυπουργός κλέβει
μικρή καμπανούλα του αγρού!.
Ο πρωθυπουργός, κλέβειειειειειειει…
-Αχ ο αγέρας παίρνει τη φωνή σου-
τίποτα δεν ακώ κι ας βάζεις
τις απαλάμες σου γύρω απ’ το στόμα.
Μα συ μ’ ακούς παλληκαράκι του βουνού.
Άκου λοιπόν τί ο αγέρας που φυσάει μου λέει:.
“Ο πρωθυπουργός κλέβει!” μου φωνάζει.
Άκου και κάνε κάτι
συ του λαού παλληκαράκι.
Ο πρωθυπουργός κλέβει.
β.
Στην ακρογιαλιά η αχάιδευτη μικρούλα.
Στην ακρογιαλιά η αχάιδευτη μικρούλα.
Τα ποδάκια της στο νερό πλέκουν.
-Άνοιξε το βήμα σου παιδόπουλο της άνοιξης.
Κάποιονε σαν εσένα καρτερεί και λαχταράει.
-Βαριά η καρδιά μου κι άβουλο το χέρι
Εχτές ο φίλος μου αρρώστησε και πέθανε.
Θέση δεν είχε στο νοσοκομείο.
-Αχ! Τα ποδάκια αχάιδευτα θα μείvουνε
του κοριτσιού με το νερό που παίζει.
Μα όχι-να! εκείνος, που το σπίτι του
με τα κρεβάτια των νοσοκομείων έφτιαξε,
πλησιάζει προς την ακροθαλασσιά.
-Φύγε μικρούλα απ’ το νερό.
Τρέξε στο σπίτι σου μικρούλα.
-Εγώ θέλω στ’ αυτιά μου σκουλαρίκια
και φόρεμα η μάνα μου καινούργιο.
Και ο πατέρας
από ταβέρνα σε ταβέρνα τριγυρνάει χωρίς δουλειά.
-Φύγε μικρούλα. Κάτι θα βρεθεί…
-Βρέθηκε κιόλας. Βιαστικός
έρχεται κατά μένα ο πλούσιος. Κι εγώ
τον κόρφο τον μικρό μου
τον αμεγάλωτον ακόμα
ετοιμάζω.
γ.
-Μικρό δεντράκι
μικρό. δεντράκι
πότε καρπό θα δώσεις;
-Σ’ αυτό τον κήπο εγώ δεν θα καρπίσω
γιατί ψηλά στου λόφου την κορφή ο κήπος μου είναι
και από δω βλέπω απλήρωτη δουλειά.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
οι μίσχοι των φύλλων σου τρυφεροί΄
τ’ άνθη σου ολάκερο σε σκέπασαν.
-Θα ρίξω τ’ άνθη μου άκαρπα
και φύλλα και κλαριά μου θα ξεράνω.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
άσε στην μοίρα του τον άνθρωπο.
Πιες το ρυάκι
ανάσανε τον άνεμο
δώσε καρπούς σε κείνον που σε φύτεψε.
-Εκείνου που με φύτεψε
είναι που τη δουλειά του κλέβουν.
Και τα δεντράκια όπως εγώ
η ψυχούλα τους σπαράζει
να βλέπει ανθρώπους δύστυχους.
δ.
-Από του φεγγαριού τους κύκλους
ο πρώτος είναι της αγάπης μου.
Ο δεύτερος της αγριοτριανταφυλλιάς
κι ο τρίτος του πελάγου.
-To πέλαγο ανέμελε τραγουδιστή
δεν θέλει ούτε να σε βλέπει
που αφήνεις να σε λοιδορούν οι βουλευτές σου.
-Σκοτούρα μου το πέλαγο.
Ο κύκλος της αγριοτριανταφυλλίτσας μου
για μένα τη στροφή του γράφει.
-Εγώ νιε μου ανέμυαλε και χιλιοπροδομένε
ούτε τ’ αγκάθια μου δε χαραμίζω
για όποιον αφήνεται όμορφα άμορφα
στους υπουργούς του το αίμα να του πίνουν.
-Σκοτίστηκα για τ’ άνθη σου.
Τ’ άνθη δικά μου όμως όλα της καλής μου-
το γέλιο, το κελάδημα, ο κόρφος
και τ’ άνθος το κρυφό της το ανοιγμένο.
-Καλλίτερα στον εγκρεμό τα κάλλη μου όλα να τα ρίξω
παρά σε σκλάβο ένανε τον τρύγο τους ν’ αφήσω.
-Φεύγω και όπλο ζώνομαι και βλήματα τυλιέμαι
και υπουργούς και βουλευτές στον Άδη κατεβάζω.
Κι αν έτσι το ’χει η μοίρα μου ας πάω κι εγώ μαζί τους.
Κάλλιο, παρά να ντρέπεται για μένανε η καλή μου.
ε.
Οι νεκροί των δρόμων,
ΟI νεκροί των κλεμμένων χρημάτων,
οι νεκροί των σκανδάλων,
τις νύχτες γίνονται ένα
με του φεγγαριού το κλάμα
στα γύρω γυμνά χωράφια.
Ο κρύος άνεμος της νύχτας
τις φωνές τους παίρνει
και τις αναπνοές μ’ αυτές γεμίζει εκείνων
που θυμούνται ακόμα τους χαμένους.
Αρχαίοι κάτοικοι των τόπων αυτών ξυπνούνε,
χώμα στα μαλλιά τους,
σκοτάδι στις τρύπες των ματιών
και βλέπουν την κατάντια των σημερινών,
κι ακούν τον άγγελο της προδοσίας να σαλπίζει:
«Δε φταιν οι κλέφτες-
οι κλεμμένοι φταίνε.»
Και φριχτά ηχούνε
προδομένα
τα κόκαλά τους.
Ο δολοφόνοι κοιμούνται στ’ απαλά τους μαξιλάρια.
στ.
Κάπου κάπου
μέσα στη νύχτα
ακούς να σκάζουνε γκαζάκια.
Μετά οι γκαζάκηδες
’συχάζουν ότι εκάναν το καθήκον τους.
Τα μαχαίρια, οι δυναμίτες, οι μπόμπες,
κοιμούνται μέσα στις αποθήκες.
Τα μαχαίρια ονειρεύονται λαιμούς πολιτικών.
Οι μπόμπες ονειρεύονται Βουλή,
βίλλες, πλοία, εργοστάσια,
κι οι δυναμίτες υπουργεία γκρεμισμένα.
Και οι γκαζάκηδες κοιμούνται ήσυχοι
πως το καθήκον τους εκάμανε.
ζ.
ζ.
Τα ζώα ακούσαν φασαρία από την πόλη.
“Τράβα καλή αλεπού να μας ειπείς τι τρέχει.”
Επήγε, γύρισ’ η αλεπού.
“Και τ’ είδες αλεπού αλεπουδίτσα;”
της κάνει το λιοντάρι.
“Είδα μιλιούνια ανθρώπους να φωνάζουνε
σε είκοσι άλλους:
Μας κλέβετε το φαί μας και πεινάμε!”
“Μετά; Πέσαν στους κλέφτες πάνου να τους φάνε;”
“Oxι. Διαλύθηκαν ησύχως”.
“Λοιπόν αξίζουνε την πείνα”.
η.
Χρόνια προτού,
τα κρύσταλλα της τηλεόρασης-
μικρούλες λαμπερές πυγολαμπίδες-
μαζεύτηκαν στη χλόη του δάσους
έξω απ’ του Ύπνου την καλύβα.
«Συντρόφισσες
οι άρχοντες
θέλουν, με όπλο εμάς, να υποτάξουν
τον άμοιρο λαό-εκείνον
που απ’ αυτόνε και γι αυτόν υπάρχουμε!
Θα το δεχτούμε;»
«Όχι!»,
μυριάδες φωτισμένα στόματα απαντήσανε.
“Εγώ θα φύγω στο Βορρά”
είπε η έξυπνη μικρή πυγολαμπίδα.
(αστέρια δείξετε το δρόμο στη μικρή
την αδερφούλα σας της γης)
«Εγώ λέω να πάω για την Ανατολή »
είπε η σοφή πυγολαμπίδα.
(αστέρια, δείξετε το δρόμο στη μικρή
την αδερφούλα σας της γης).
Και κάθε μία και δυο δυο το δρόμο εδιάλεγαν
που θέλανε να πάρουν.
(αστέρια δείξετε το δρόμο στις μικρές
τις αδερφούλες σας της γης).
Ο γυμναστής πυγολαμπίδων
το βράδυ εκείνο είχε βγει
χωρίς ελπίδα ότι θα ’βρισκε ούτε μία.
Μα τι τύχη! -να! μπροστά του όλες μαζεμένες!
Τις μάζεψε όλες, τις εγύμνασε,
κι όλες μαζί στο Μέγαρο Μαξίμου τις επούλησε.
Kι είναι το γύμνασμά τους
ν’ αναμασάνε ό,τι
κάθε φορά το Μέγαρου Μαξίμου λέει.
θ.
Κλέβουνε υπουργοί και βουλευτές.
Τo βατραχάκι πηδάει μες στα νερά.
Κλέβουν οι συγγενείς τους και οι γνωστοί.
Η αράχνη ετοιμάζει το δλητήριο της.
Οι νέοι βάζουνε γκαζάκια
και φαντάζονται τους εαυτούς τους ήρωες.
Κοιμούνται κι ονειρεύονται στεφάνια
στο λαιμό ανδριάντων τους μαρμάρινων
να κρεμιούνται.
Οι άλλοι κλέβουνε και κλέβουνε και κλέβουνε.
Και νεαροί
διαλέγοντας ονόματα ηχηρά,
οργανώσεων,
βάζουν γκαζάκια…
ι.
-Ο υπουργός έχει δυο δισεκατομμύρια.
Πού βρήκε τα λεφτά αυτά
κορυδαλλέ μου
κορυδαλλέ μου;
-Στη δυστυχία του ανάπηρου
στο θάνατο από πείνα του φτωχού
και στην πορνεία της γυναίκας.
-Ο βουλευτής
έχει εφτακόσα εκατομμύρια.
Πού βρήκε τα λεφτά αυτά
κορυδαλλέ μου
κορυδαλλέ μου;
-Απ’ το αίμα και τον ίδρω του άρρωστου,,
από την τύφλα της Παιδείας
κι απ’ των βιομήχανων τις μίζες.
-Και τι για όλ’ αυτά
κάναν οι νέοι της χώρας μου
κορυδαλλέ μου
κορυδαλλέ μου;
-Βάλαν γκαζάκια.
-Μέτρησες των ελλήνων το μυαλό
κορυδαλλέ μου
κορυδαλλέ μου;
-Έψαξα-
δεν βρήκα τέτοιο τίποτα για να μετρήσω.
-Κι η αντρεία και το φιλελεύθερο κι η εξυπνάδα τι έγινε-
πού πήγε, που γι αυτήν καυχιόνται
αφού αφήνουν να τους κλέβουνε
κορυδαλλέ μου
κορυδαλλέ μου;
-To καύχημα έχουν μόνο κι όχι τ’ άλλα.
-Κι ένας λαός χωρίς μυαλό
το τέλος του πoιo θα ’ναι
κορυδαλλέ μου
κορυδαλλέ μου;
-Ο αφανισμός.
ια.
Στα δέντρα έριχνε το κρύο φεγγάρι αχτίδες παγωμένες.
Πήγαινε μόνος του στο δάσος ο γεωργός.
Δυο ’λάφια από το κρύο τρεμάμενα τόνε κοιτάζανε
τ’ άθλιο κορμί του στην καλύβα του να κουβαλάει.
-Κοίτα σε χώρα ποιαν έχουμε γεννηθεί.
Χειρότεροι από μας οι ανθρώποι.
-Χειρότεροι… χειρότεροι…
-Κι εμάς μας τρώει το λιοντάρι
μα είναι που εμείς όπλα δεν έχουμε.
-Δεν έχουμε… δεν έχουμε…
-Ενώ αυτοί μυαλά ίδια κι ίδια χέρια έχουνε
και ίδια όπλα και οι δυο κρατάνε.
Μα δε σηκώνουνε τα όπλα τους
ενάντια στα λιοντάρια τους-γιατί;
-Γιατί.;.. γιατί;..
-Κοίτα τον πώς δουλεύει γι άλλους…
Κοίτα τον πώς σκυμμένο το κεφάλι του κρατεί…
Και αύριο με το δρεπάνι του
θα πάει στάρι να θερίσει
αντί με κείνο τα κεφάλια τους να πάρει…
-Τα κεφάλια τους… τα κεφάλια τους…
ιβ.
To σχολείο σκόλασε. Τα παιδιά βγαίνουν.
-Εγώ σα μεγαλώσω θα γινώ μηχανικός
να χτίζω σπίτια.
-Πού θα πας το απόγεμα; Έλα σπίτι
κρυφτό να παίξουμε και αμάδες.
-Θέλω να διαβάσω να γίνω μηχανικός.
Αν όλο παίζω δεν θα γίνω μηχανικός.
-Ο πατέρας μου λέει πως ό,τι και να γίνει κανείς
χαμένα όλα παν στη χώρα αυτή.
Μόνο αν κλέψεις
καλά θα ζήσεις.
Εγώ θα μάθω να κλέβω.
-Και γιατί όλα χαμένα παν στη χώρα αυτή;
-Δεν ξέρει λέει κι αυτός, μα έτσι είναι.
Ίσως, λέει, φταίνε τα γονίδια μας.
-Ο πατέρας σου είναι σοβαρός άνθρωπος.
Για να το λέει έτσι θα ’ναι.
-Και βέβαια έτσι είναι.
- Τότε θα ’ρθω να παίξουμε.
Θα με μάθεις και μένανε να κλέβω;
ιγ.
Ο σιδεράς χτυπάει πάνω στ’ αμόνι
κι ομορφοτραγουδάει το σφυρί.
-Γερές μην κάνεις σιδερά
τις άλυσες του δούλου.
Γ ια να μπορέσει μια και δυο
να τις κατασυντρίψει
και λευτεριά έτσι να βρει
μες στην πικρή ζωή του.
Κι ο σχοινοπλέχτης γέρνοντας
στον πάγκο του επάνω
χοντρά χοντρά κάνει σχοινιά
και διπλοκαμαρώνει.
-Χοντρά μην κάνεις τα σχοινιά
γιατί τους σκλάβους δένουν
κι εύκολα πια δε λύνονται
-τα χέρια δε χωρίζουν.
Και με την πέννα του ο γραφιάς
ωραία γράμματα γράφει
που νόμους λεν και που μ’ αυτούς
τους δούλους φυλακίζουν.
-Σπάσε γραφιά την πέννα σου
παρά να δίνεις νόμους
που δυστυχάνε το λαό
και το θεό σκοτώνουν,
Μα δεν ακούει κανένας τους.
Και όλοι τους δουλεύουν
με τη δουλειά τους πλάθοντας
τον ίδιο το χαμό τους.
ιδ.
Μες στη χελιδονοφωλιά,
ψηλά,
λέει το χελιδονάκι στον πατέρα του.
-Πατέρα τ’ είναι κλέφτης
που γεμάτη λέει η χώρα ετούτη κλέφτες είναι;
-Είναι αυτός που παίρνει τα λεφτά του αλλουνού.
-Και τ’ είναι τα λεφτά πατέρα;
-Είναι ο ιδρώτας κι η υγεία κι η χαρά
και η διασκέδαση και το φαί και το πιοτί του ανθρώπου.
-Ό,τι είναι τα έντομα για μας
είναι και τα λεφτά για τους ανθρώπους;
-Ναι παιδάκι μου καλό. Έτσι είναι.
-Δυστυχισμένοι ανθρώποι να ’ναι κλέφτες…
Πατέρα μου, δε θέλω να τους βλέπω.
Την άλλη τη χρονιά να μην ερθούμε ’δω.
-Εδώ μας έχει τάξει ο θεός παιδί μου να φωλιάζουμε.
-Δυστυχισμένα χελιδόνια εμείς…
με κλέφτες δίπλα μας να ζούμε…
ιε.
-Αυτές κυρα-πατρίδα οι ζωγραφιές στον τοίχο τ’ είναι;
-Πάρε παιδί μου τ’ όπλο αυτό.
Και άκου.
Αυτός εκεί στα δεξιά
Ο μπλε ντυμένος
Είν’ ο μπροστάρης.
Τ’ άγριο λεφούσι πίσω του που σέρνει
είναι οι ληστές και oι φονιάδες μου.
Είναι οι καταχραστές και οι ληστές μου.
Αυτός ο ένας σωρός.
Αριστερά βλέπεις το άλλο πλήθος
που πράσινο έναν ήλιο ανεμίζουνε;
Που πάει μπροστά τους κείνος ο ασυνάρτητος;
Αυτοί παιδί μου με καταματώσαν
κομμάτια κόβοντας και τρώγοντας τις σάρκες μου
αφού τα ρούχα που φορούσα πρώτα επούλησαν.
Τους δυο ετούτους τους σωρούς στόχο θα βάλεις.
Και δύσκολο να τόνε βρεις δεν είναι.
Όπου να ρίξεις,
εμένα σώζεις απ’ τα νύχια τους παιδί μου-
νέε μου,
που όμορφη με θέλεις
και κυρά στον τόπο μου
δίπλα σου σοβαρή να στέκω
και να μην ντρέπεσαι για μένα όταν στις συντροφιές
με σεργιανάς του κόσμου.
Εμπρός παιδί μου.
Μάθε να χτυπάς.
Όσο λιγότερους αφήσεις
τόσο περσότερο καλό μου κάνεις.
Χτύπα παιδί μου.
Τ’ όπλο σταθερό.
Αετίσιο μάτι.
Απόφαση για λεφτεριά.
Χτύπα παιδί μου!
-Κυρα-πατρίδα ποιος χτυπάει την πόρτα μας;
-Αυτοί παιδί μου είναι!
Ήρθαν εδώ για να σε πάρουνε και σένα στην παρέα τους
επάνω μου και συ αντάμα τους να πέσεις
και να πεθάνω και να σβήσω μια ώρα αρχύτερα.
-Σύντροφε ρίξε τ’ όπλο!
Και κοίτα! Πάρε φάε!
Μαλάκωσέ το λίγο στο νερό και φάε να ζήσεις.
Με ξεροκόμματα οι αληθινοί πατριώτες ζούνε.
Κι έλα κοντά μας στη μεγάλη μας παράταξη.
Για μία λεύτερη πατρίδα σύντροφε!
-Αυτοί ρημάξαν την πατρίδα.
Έλα με μας καλό παιδί μας.
Εμείς θα τηνε σώσουμε.
Και κοίτα! Πάρε αυτό το ξεροκόμματο
κα μέτρα το με κείνο
που αυτοί σου δώσαν. Το δικό μας
θα δεις πως είναι-φως φανάρι-μεγαλύτερο.
-Χτύπα παιδάκι μου!
Μπρος σου τους έχεις…
Η τελευταία σου ευκαιρία είναι πριν και σένανε σε φάνε!
Μη!..Μην παίρνεις το κομμάτι που σου πέταξαν.
Φρέσκα καρβέλια τρων αυτοί βουτυρωμένα
που εσένανε θα βάλουν να τους ψήσεις.
Χτύπα παιδί μου! Χτύπα τους!
-Ε σεις, δικός σας είμαι.
Λίγο νερό μονάχα να το βρέξω κι έρχομαι.
-Παιδί μου όχι… αχ!
Πάει κι αυτή η γενιά μου!
ιστ.
Τα κουρασμένα σέρνοντας τα βήματά τους
δυο άλογα
στην πόρτα φτάνουνε του Χρόνου.
-Άνοιξε το στόμα σου κυρ-Χρόνε.
Βγες από τον ύπνο σου
και κάνε μας τη χάρη να μας πεις
ποιος την πατρίδα των αλόγων ρήμαξε.
-Μεγαλομάτικα άλογα
ξέρετε ότι δεν υπάρχω πια
κι όμως ζητάτε από μένα πράγματα να σας ειπώ.
Εγώ είμαι του Χρόνου το χοντρό νεκρό το σώμα.
Τα χέρια ετούτα έχουνε ρημάξει όχι μια,
παρά πατρίδες μετρημένες σε χιλιάδες.
Διασχίστε το τεράστιο το κορμί μου,
απάνου σε πατρίδων πτώματα πατώντας,
και στην ουρά μου τη μακριά όταν θα φτάστε
εκεί δε θα ρωτείστε μα θα δείτε
ποιος την πατρίδα σας ετούτη τη στιγμή ρημάζει.
Έναν νεκρό ξυπνήσατε.
Στο ζωντανό κομμάτι μου τραβάτε.
Τ’ άλογα χλιμιντρίσανε,
προχώρησαν,
κι όταν στο ζωντανό κομμάτι εβρέθηκαν του Χρόνου
έκαναν το μοιραίο βήμα προς τον γκρεμό
που στο ανύπαρκτο και στο άχρονο ευθύς τα πήγε.
Ο Χρόνος βλέποντάς τα
εχασμουρήθηκε τεράστιο ένα στόμα ανοίγοντας
και με τα χείλια του πρησμένα εμουρμούρισε:
Άλογα.. τι περιμένεις…
Έλληνες θαρρώ πως ήσαν…
ιζ.
Στα βορινά τα κρύα της Ευρώπης μέρη
δυο λύκοι έχοντας φάει ένα αρνί
στον κρύο ήλιο συζητάνε των πατρίδων τους.
-Τα νότια αρνιά πιο τρυφερά από τα δικά μας είναι.
Μες στις σάρκες τους
ο ήλιος της πατρίδας τους κυλάει.
Και στις φλέβες τους
το αίμα τρέχει γρηγορότερα.
Μας χρειάζεται η ζωντάνια και η θέρμη τους.
-Τα ελληνικά τ’ αρνιά είναι αλήθεια τα καλλίτερα
και τα πιο υπάκουα.
-Τελειώνουν όμως όπου να ’ναι.
Τώρα ισπανικά και πορτογάλικα
και ιταλικά έχουν σειρά.
-Όμως αυτά σκληρό έχουνε κόκκαλο
και αντιστέκονται, λένε οι φήμες,
στων λύκων τα καλέσματα.
-To ’χω ακούσει.
Α! Πρόβατα ελληνικά!
Που ακόμα και ακάλεστα
την πείνα μας για να προλάβετε
σερνόσασταν κοντά μας…
-…Που κοπαδιαστά οι τσοπαναραίοι σας σάς έφερναν…
ίσα στο στόμα το δικό μας μέσα…
-Και με αντάλλαγμα λίγο σανό…
που και κείνον, άκουσα,
δεν τονε δίνανε στα πρόβατά τους,
παρά σε ξένα πρόβατα τονε πουλούσαν.
-Θα μας λείψουν τα ελληνικά τ’ αρνιά.
-Ας ελπίσουμε
τόσο που τρώνε
να είναι νόστιμοι και τρυφεροί
και οι τσοπάνηδές τους.
Τι λες, πάμε για ύπνο;
ιη.
-Εγώ, η γριά χελώνα
χιλιάδες χρόνια σέρνομαι στη γη.
Στο καύκαλό μου σπάζουν οι αιώνες
απείραχτην αφήνοντάς με.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς η χώρα μου άρχισε;
-Με χαρές και με τραγούδια
και με γιορτές των τζιτζικιών στις γέρικες ελιές.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς η πατρίδα μου γεννήθηκε;
-Όπως όλες oι πατρίδες
απ’ το νερό, το στάρι και το πρόβατο.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα
πώς η πατρίδα μου θα τελειώσει;
-Η πατρίδα σου νεκρή.
Και συ ένας ίσκιος
που με το γέρμα του ήλιου θα χαθείς.
ιθ.
-Πρωθυπουργέ! Πρωθυπουργέ!
θα μας δώσεις ψωμί να ζήσουμε και μεις;
-Αν περισσέψει από τις αποθήκες μου…
-Κλέφτες υπουργοί
ένα κομματάκι απ’ το χρυσάφι σας
θα μοιράστε στο φτωχό λαό;
-Αν μας το επιτρέψει η Ευρώπη…
-Κλέφτες βουλευτές
θα μας δώστε πίσω
το ένα στα εκατό που μας εκλέψατε;
-Αν μας αφήσουν οι ερωμένες μας…
-Και συ υπουργίνα
θα μας θάψεις όταν πεθάνουμε;
-Ναι, γιατί δεν αντέχει η ντελικάτη μύτη μου τη βρώμα.
κ.
Στης λίμνης τα δέντρα
πουλιά κελαδούνε.
-Πού πας νέε μου συ;
ρωτούν σα με δούνε.
-Στο πάρκο πηγαίνω
το κόμμα μου να ’δω
που πέντε αφεντεύει
χρονιές του’ τη χώρα.
-Αυτός αρχηγεύει-
που τώρα μιλά;;
-Αυτός-ναι ο ίδιος
του λαού εκλεκτός.
-Επήρε απ’ τους πλούσιους
στη φτώχια να δώσει;
Επήρε απ’ τους κλέφτες
τα που ’χαν κλεμμένα;
-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχει το σχέδιο
μα θέλει δουλειά.
-Επήρε απ’ το φίλο του
τα όσα ’χει φάει
δισεκατομμύρια
ευρώ του λαού;
-Παλιές ιστορίες
καλά μου πουλάκια.
Νια τώρα γυρεύουν
προβλήματα λύση.
-Μην έκλεισε μέσα
στα σίδερα εκείνους
το χρήμα που εφάγαν
Του δόλιου λαού;
-Τα ξέρετε όλα
καλά μου πουλάκια!
Μα όλα να γίνουν
γυρεύουν καιρό…
-Τις βίλλες που υψώσαν
κλεμμένα λεφτά
τις πήρε απ’ όσους
παράνομα εχτίσαν;
-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχουνε νόμοι
-του κράτους ψυχή.
-Εκρέμασε κλέφτες;
Ντουφέκισε κείνους
που πίναν το αίμα
του εργάτη της γης;
-Μα όχι καλά μου…
Αυτοί αν δολοφόνοι
και άνομοι, όμως
δεν είμαστ’ εμείς…
Η δημοκρατία
που λάμπει στη χώρα
τα τέτοια δε στέργει-
ελεύτερη αυτή…
-Η ιδέα, διαβάτη,
της δημοκρατίας
σε ζάλισε κι ούτε
δεν ξέρεις τι λες.
Μα φεύγουμε τώρα.
Με ανόητους ανθρώπους
πουλιά που όλα βλέπουν
δεν έχουν δουλειά.
Κακόμοιροι ανθρώποι
φριχτά γελασμένοι!
Φριχτά υποταγμένοι
σ’ ανόμων βουλές!
-Μην πάτε πουλάκια-
χωρίς σας ο τόπος
νεκρός θ’ απομείνει
και άχαρος πια,
μιας κι η δικιοσύνη
μαζί σας θα έρθει
πετώντας με τ’ άγια
δίκά σας φτερά.
-Την είχαμε φέρει
τη λιώσατε κάτου
τη ζήσαμε πάλι,
μαζί μας θα ’ρθεί.
Και πήγαν. Και φύγαν.
Και όπως τραβούσα
στο μέρος το κόμμα
που είχε γιορτή,
φτερά στις χοντρές μου
τις πλάτες φυτρώσαν
και δύναμη μία
με σήκωσε πάνω
και μου ’πε: «συ φύγε
δεν πρέπει σου εδώ»΄
και τ’ άγια πουλάκια
επήγα να βρω.