ΚΑΘΟΛΟΥ
Ενώ την επερίμενε
αυτή επέρασε
χωρίς καθόλου-
η ζωή-
να τον αγγίσει.
Γιατί όταν τον αέρα τα φτερά της εχτυπούσαν-
εκείνη αν ήταν-
αυτός κρυμμένος ήταν στην παλιά μέσα σπηλιά.
Κι όταν εκείνη τον καλούσε χαρωπή
θρήνους αυτός μουρμούριζε
για τις χαρές του,
που μες στους κύκλους θρυμματίζονταν της δίνης
που τα πολύδωρα εσήκωναν φτερά της.