ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ…
(L. A.)
Αγαπημένοι φίλοι μου για με μη βάζετε έγνοια.
Καλά περνώ στην ξενιτιά-πρόβλημα εδώ κανένα.
Εξέφυγα από τα μικρά κι από τα τιποτένια.
Σας ξαναλέω: μη γνοιάζεστε-μη σκέφτεστε για μένα.
Στο εργοστάσιο του ατσαλιού έχω σαράντα εργάτες.
Ό,τι διατάξω γίνεται. Με λογαριάζουν όλοι.
Έχω τους πλουσιότερους εμπόρους για πελάτες.
Είμαι γνωστός και σεβαστός σ' ολόκληρη την πόλη.
Τρία αυτοκίνητα κρατώ κι ένα έχω παραγγείλει
απ' τα μεγάλα κότερα, για βόλτες στα πελάγη
που καίει δεκάξι τάλιρα σ' ένα μονάχα μίλι,
για να ξεφεύγω απ' της στυγνής ρουτίνας τα τενάγη.
Μες σε ντουλάπες δρύινες με ασημένια φύλλα
για να ταιριάζουν μ' όλες μου τις ψυχικές διαθέσεις
έχω κοστούμια αμέτρητα με χρώματα ποικίλα.
Ναι! Ζω μια ξέχωρη ζωή με πλούτο και ανέσεις.
Η μέρα σπρωχνεται εύκολα. Τη νύχτα κουρασμένος
κοιμάμαι αμέσως. Αύριο, πρόγραμμα ίδιο πάλι.
Γι αυτό σας λέω, προβλήματα δεν έχω-ορισμένως
εγλίτωσα απ' το άσχημο που 'χα εκεί πέρα χάλι.
Όλα καλά. Μονάχα να… υπάρχουν κάτι βράδια,
καθώς αυτά τα βροχερά βράδια τα ρημαγμένα,
που όπως τα ψάρια σπαρταρούν πιαστά στα παραγάδια
κι ο ταύρος ο δικέρατος πεσμένος στην αρένα,
έτσι εντός τους σπαρταρούν κάτι ψυχές θλιμμένες.
Κάτι βραδιές που τις βαθιές κουτάλες τους αρπάζουν
οι υπηρέτες του Θεού που πίσσα ειν' αλειμμένες,
με φόβο τις γεμίζουνε και μέσα τις αδειάζουν
στις θλιβερές έτσι ψυχές αυτών που ζουν στα ξένα.
Τέτοιες βραδιές που μέσα τους η ελπίδα δεν αντέχει-
τέτοιες βραδιές -πώς να την πει την πεθυμιά η πέννα...
να!.. θα 'θελα να ήμουνα κοντά σας όταν βρέχει…