Η ΦΙΛΗ
(L. A.)
Είχα μια φίλη που έφυγε απ' την Ελλάδα όταν
η ελπίδα μες στα μάτια της ακόμα αναπαυόταν,
και πήγε στην απόμακρη και πλούσια Αμερική.
To πρόσωπό της έλαμπε από ζωή και φλόγα
Τα βράδια ο ήλιος κούρνιαζε στου στήθους της τη ρόγα
και φως και ζέστα εμάζευεν ολονυχτίς εκεί.
Κι έφυγε. Και μας άφησε να κλαίμε στη φυγή της.
Και παίρνοντας τα όνειρα και τη χαρά μαζί της
ξεδίπλωσε ολόλευκα πανιά στον κρύο αγέρα.
Κι ακόμα όταν έφτανε στην ξένη γη το πλοίο
αυτή γελούσε ολόδροσα σαν ενα ακόμα αστείο
να 'ταν και το ταξίδι της κι η ζήση εκεί πέρα.
Τριάντα χρόνια πέρασαν και το 'φερε η μοίρα
κι όπως αυτή, έτσι κι εγώ, τους ίδιους δρόμους πήρα.
Και ζήτησα όταν έφτασα τη φίλη μου να δω.
Μα αντίς γι αυτή με στείλανε σε άψυχο ένα σώμα
που ας με γνώρισε αυτό, εγώ και τότε ακόμα
ενόμισα πως λάθεψα και πήγα σ' άλλη οδό.
Εγώ θυμόμουν με χαρά και φως να 'ναι γεμάτη.
Τώρα κενό κι ανέκφραστο με κοίταζε το μάτι
κι άχρωμη μια κι αγνώριστη μου μίλαγε φωνή.
Κι αυτή φαινόταν να 'τανε μ' όλα τα γύρω ξένη
Μηχανικά εβάδιζε και σαν υπνωτισμένη-
και μαραμένο έμοιαζε δεντρού ενού κλωνί.
Χίλιες φορές καλλίτερα να την κατείχε η θλίψη
ή στην ψυχή της άκλειστες πληγές να είχε ανοίξει
του Πόνου το μαχαίρωμα-της Λύπης η κραυγή,
παρά που ήταν σαn σβηστός λύχνος που ακόμα σβήνει
ή σαν κορμί που ακόμα ζει αν και δεν έχει μείνει
τίποτα πλέον ζωντανό εντός του για να βγει.
Και όταν μιαν ανθρώπινη ελπίζοντας να δρέψω
ματιά, το έλος τόλμησα λιγάκι ν’ αναδέψω-
κι όταν τοn λόγο έφερα στην τοτινή χαρά,
ένα τρελό που τράνταζε τα μαραμένα στήθη-
ένα τρελό κι απόκοσμο γέλιο μου αποκρίθη
σαν χίλια όρνια να 'κρουαν τα μαύρα τους φτερά.