1.
Ξαπλώνει ο γέροντας στ’ άσπρα σεντόνια
πάνω τους δε γνωρίζεται η ζωή του
άγραφη του την άφησαν τα χρόνια
χωρίς καρπούς εμείναν οι ανθοί του.
Γύρω του κόρες, νύφες, γιοι, εγγόνια
να σβήσει περιμένουν η ζωή του
λες τα δικά τους άλλα είναι κλώνια
και δε θα σβήσουνε κι αυτοί μαζί του.
"Κόσμοι μου, αστέρια μου, σύμπαντα, χάη
ακόμα η καρδιά μου όσο χτυπάει
ωϊμένα-θα σας ζω και θα με ζείτε
ύστερα ούτε φως-σκοτάδι μήτε.
Κόσμοι, αστέρια μου, σύμπαντα, χάη ,
σας έπλασα, σας χάλασα και πάει..."