3.
Γυναίκες ποταμός. Κι εγώ στην όχθη
να μην μπορώ ούτε νύχι να ογράνω
οι χάρες του μακραίνουν σαν τις φτάνω
βαρύς μέσα μου ο πόθος εμαζώχθη.
Τ’ αυτιά μου ηδονικοί τρυπούνε ρόχθοι
που αντηχάει το ρέμα το αφροπλάνο
και μ’ εμποδά η λαχτάρα ν’ ανασάνω
οι ερωτογόνοι ως με τυλίγουν μόχθοι.
Άθλιος… με ρήμαξεν αυτό το ρέμα!
Νεκρές οι ελπίδες μου κείτονται χάμου.
...πάλι... μπορεί-κι ας μουγκανίζει το αίμα
που χάνει τη γιορτή-μπορεί η χαρά μου
γι άλλην, τρανή γιορτή να με φυλάει:
ποιος ξέρει αυτό το ρέμα πού τραβάει...