16.
Απ’ ώρα σ’ ώρα
Κανένα πλέον δεν προσμένω χέρι
να 'ρθεί στον πυρετό μου τον βαρύ
κι ήρεμο κι απαλό σαν περιστέρι
μιαν αύρα να μου φέρει δροσερή.
Ήχο δεν καρτερώ αγαπημένον
των βόγγων να σκεπάσει τη βοή
και φως κάποιου ηλιού δεν περιμένω
να φέρει στη νυχτιά μου το πρωί.
Ποτέ ούτε ήρθανε ούτε θα 'ρθούνε
τα φλογερά της φαντασιάς πουλιά
μονάχα μέσα στ’ όνειρο ηχούνε
τα ποθητά τους χάδια και φιλιά.
Μα τώρα ως και του ονείρου έσβυσε τ’ άστρο.
Ξυπνός κι ακίνητος στέκω καθώς
βιγλάτορας που βλέπει πως το κάστρο
το ρίχτει απ’ ώρα σ’ ώρα ο εχθρός.