21.
Του θανάτου
Κάποια βραδιά πεθύμησα το χέρι
της μάνας στοργικά να με σκεπάσει
κι ολονυχτίς σαν ήσυχο να κοιμηθώ πουλάκι.
Μα πίσω δεν μπορεί κανείς να φέρει
τα χρόνια που γοργά έχουνε περάσει.
και γελαστό κι αμέριμνο να ’ναι ξανά παιδάκι.
Τέτοιο θα ζήσω όμορφο πάλι ένα εγώ βραδάκι
του θάνατου καθώς θα μ’ αγκαλιάσει
το κρύο κροταλίζον άσπρο χέρι.
Τότε το χώμα θα ’χω εγώ για κρεβατάκι
και κει δε θα μπορεί πια να με φτάσει
της ζήσης η φωτιά και το μαχαίρι.