26
To μπαλκόνι
Ένα ξυλόχτιστο μικρούλι μπαλκονάκι
το σπίτι μας στην πίσω αυλή του είχε. Όμως
τότε που ήμουνα κι εγώ μικρό παιδάκι
για μένα εκείνο ήτανε ο κόσμος όλος.
Ο βασιλιάς του ήμουν εγώ κι αυτό παλάτι
τ’ άστρα διαμάντια στο χρυσό του στέμματός μου
η λεύκα δίπλα μου βασίλισσα σπαθάτη
θάμνοι και δέντρα και ζωάκια ο λαός μου.
Καθώς το σπίτι στην κορφή ήτανε του λόφου
όταν στεκόμουν στο μπαλκόνι του εθαρρούσα
ότι εξέφευγα απ’ τα δόκανα του ζόφου
κι ότι σ’ απρόσιτες κορφές ιερουργούσα.
Οι φτέρες που άπλωναν στη "Ράχη" τα κλωνιά τους
έμοιαζαν δάσος ατελείωτο και θηρία
φαντάζαν άγρια τα κουνέλια που κοντά τους
ξέγνιαστα γράφαν τη μικρή τους ιστορία.
Από τον ήλιο που επρόβαλε πιο πέρα
εγώ ψηλότερα εστεκόμουν λίγα μέτρα
και τη σελήνη-ένα μπαλόνι στον αέρα
θα τη χτυπούσα αν είχα τύχη με μια πέτρα.
Και όλα είχαν ομορφιά και γλύκα τόση
απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού μου το πελώριο
που απορώ τόσο πικρούς πώς έχει δώσει
καρπούς εκείνο τ’ όμορφό μου το φυτώριο.
To βασίλειό μου τώρα ξύλα σαπισμένα.
Μ’ αυτά θα φτιάξω μία κλίνη νεκρική
και με υπηκόους μου ακριβούς τα περασμένα
θα βασιλέψω αβασίλευτα εκεί.