ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ
(απόστρατο αξιωματικό, που πέθανε στο LΑ- στην ξενιτιά)
Γιάννη, χρυσές οι θύμησες που φεύγοντας αφήνεις.
Να 'ταν κακές, να 'ταν πικρές, να 'ταν φαρμακεμένες
θα σβηούσαν-μα σταλάγματα μελίρροης είναι κρήνης
κι-έρωτας Κάλλους κι Αρετής τις έχει γεννημένες.
Κι έτσι τρανές κι ως δε βολεί-κι ας θέλουν-να κρυφτούνε
στολίδι του ο κόσμος μας τις έκανε δικό του
και σαν αστέρια λάμπουνε-σαν άνθη ευωδούνε
κι αυτός που νιώθει, απαντοχή τις έχει και σκοπό του:
Ευαισθησία, σεμνότητα, ευγένεια, τιμιότη,
αγνότητα και αρετή και ηθική και κρίση,
κι ανάμεσό τους ρήγισσα και σ' όλες ολοπρώτη
η Ανθρωπιά, που δίχως της τρόμο γεμάτη η ζήση.
Και κάτεχες την αρετή την πιο βαριά του άντρα:
να 'ναι μονάχη ολοζωής έγνοια σου το καθήκον
είτε κει πέρα, στο στρατό,-μες στων αμνών τη
μάντρα-
ή στο εργοστάσιο, εδωδά, μες στη μονιά των λύκων.
Γιάννη, με βιάση έφυγες σαν κάποιος εκεί πέρα
να 'χε από την ακοίμητη έγνοια σου ξάφνω χρεία
Όμως για μας, σα μίσεψες, σκότισε εδώ η μέρα,
και η χαρά είναι πιο πικρή κι η νύχτα είναι πιο κρύα.
Στο δέντρο πάνω του Καλού ανατρίχιασαν τα φύλλα.
ή Λεβεντιά τ' ολόρθο της έσκυψε λίγο σώμα.
Άδειασε η κούπα η αργυρή που Ελπίδα πριν 'ξεχείλα
και η Φιλία δε μετρά πιο πάνω από το χώμα.
Έφυγες Γιάννη. Σύντροφος, παιδιά και συγγενείς σου,
εικόνα σ' έχουν στην ψυχή κι όχι στο μάτι τωρα.
Κι οι φίλοι, που το δάκρυ τους εστέρευε μαζί σου,
κάθε τους θλίψη θάνατος-κάθε βροχούλα μπόρα.