τι να ’κανε
«αντρέα θυμίσου. πρέπει -ακούς; κοίταξε μην
ξεχάσεις
στη νέα υόρκη όταν πας-με το καλό όταν φτάσεις
στο γιώργο τηλεφώνησε και πες του ...ξέρεις
τώρα...
μόνος του, δίχως χρήματα σε μία ξενη χώρα...»
« αν θέλω ας κάνω και αλλιώς. έτσι και δεν τον πάρω
ποιος είδε και δε σκιάχτηκε-όταν θα 'ρθώ-το χάρο...
τον ξέρω-ούτε για ψωμί δεν έχει. ένα ψοφίμι
που δεν απόχτησε ποτέ χρήματα, δόξα, φήμη…»
πάντα στις γνωριμίες του και στις δημόσιες σχέσεις
ο αντρέας ήτανε καλός. κρατεί τις υποσχέσεις.
kαι μ' ενδιαφέρον φρόντισε να ντύσει τη φωνή του
(καποια σηγμη πλησιασε τα ορια του ευαισθητου).
να μου μιλησει του 'πανε-τι να 'κανε και κεινος
τους το 'ταξε και πραττοντας ως παντοτε υπευθυνως
με πηρε. παει κι αυτο λοιπον μεσα στα τελειωμενα
γι αυτους που του το ζητησαν… για κεινονε… για
μενα...