ΕΝA ΑΓΓΙΓΜΑ
Πώς έτσι εφτάσαμε λοιπόν σε τέτοια ευαισθησία
που ακραία ένα ερέθισμα μικρό να μας δονεί
και να μας ρίχνει σ’ άμετρα βαθιάν απελπισία
μια εικόνα-κάποιο άγγιγμα-μια σκέψη-μια φωνή...
Εσμίλεψε το πνεύμα μας όχι του μίσους σμίλη
αλλά της αναντίρρητης κι απλής αποδοχής
όσων κι αν έρχονταν δεινών κι ευφρόσυνα τα χείλη
δε μισανοίξανε παρά για λόγια προσευχής.
Το δρόμο της εβάδισε η ζωή όχι πατώντας
πάνω στ’ ολόπαχο χαλί της σκέψης της φτηνής
μα σε βουνών τις μυτερές τις πέτρες σκαρφαλώντας
κατ’ από δηώσεις, απειλές, και διώξεις απηνείς.
Εξασκηθήκαμε στα πιο εξαίσια μέρη του όλου
κάθε ημέρα φτάνοντας ψηλότερες κορφές
η ορμή μας το προπέτασμα του επουράνιου θόλου
διέσχισε, πίσω αφήνοντας πρωτόγονες μορφές.
Απ’ του νερού κι απ’ της φωτιάς τα χέρια ξεκινώντας
μες στο νερό βρεθήκαμε πάλι και στη φωτιά
όχι στεκάμενοι, αλλά, το μέγα κύκλο κλειώντας
που άγνωστα του βρίσκονται και τέρμα και πρωτιά.
Σε κάθε που φαινότανε να φτάνει καταιγίδα
κι ενώ τη μάχη ετοίμαζε ο μαύρος ουρανός
του έαρος μεις εφέραμε στους ώμους τη χλαμύδα-
κι από ελπίδες ξαστεριάς ο σάκος μας κενός.
Ο πόνος για το πάτημα της χλόης και το κλάμα
για του χιονιού το λιώσιμο στην ήσυχη βροχή
αντί ν’ ανοίγουν τον κρουνό στερεύανε το νάμα
του λυτρωμού απ’ την άδικη κι αναίτιαν ενοχή.
Άραγε πώς εφτάσαμε σε τέτοια ευαισθησία
που ακραία ένα ερέθισμα μικρό να μας δονεί
και να μας ρίχνει σ’ άμετρα βαθιάν απελπισία
μια εικόνα-κάποιο άγγιγμα-μια σκέψη-μια
φωνή…