ΗΓΗΣΩ
Στου τάφου της το χείλος καθισμένη
με συντροφιά τη δούλη σύνοδό της
η Ηγησώ θρηνεί τον εαυτό της
κι ας είν' αιώνες τώρα πεθαμένη.
Στο χέρι δε θα βάλει το απαλό της
το κόσμημα που βλέπει έτσι θλιμμένη
και θα 'θελε και κείνο να πεθαίνει
να το 'χει και στο θάνατο δικό της.
Θρηνεί το μαρμαρένιο της το στήθος
για χάδι που ποτέ δε θα γνωρίσει…
το στόμα για φιλιά που δε θα πάρει...
Κι αυτή δοσμένη στο δικό της βύθος
πικρά θρηνεί για το μαργαριτάρι
το χέρι της που πια δεν θα στολίσει.