Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

 
ΞΕΝΟΣ
 
Κάτι του λεν όταν τον βλέπουν τα δεντράκια.
Τα βράδια όταν μες στ’ άλση τους βρεθεί τα σκοτεινά
ψιθυριστά στην ησυχία ακούγονται λογάκια-
κάτι κρυφό η σιγανή φωνή τους του μηνά.

Κάτι γυρεύουν από κείνον οι πετρούλες.
Μόνος καθώς στα έρημα και στ’ άγρια περπατεί
με απαλές, τραγουδιστές τον κράζουνε φωνούλες
που δώρο γλυκοπρόσφερτο στη μνήμη του κρατεί.

Και το νερό φορές φορές το μούρμουρό του
έτσι καθώς μες στ’ άβαθο ρυάκι του κυλά,
το άρωμα και τη δροσιά του δροσερού του χνώτου
του στέλνει και το σώμα του χαϊδεύει απαλά.

Καλά μου εσείς τη γλώσσα σας δεν ξέρει.
Μη μη άδικα τον κρίνετε-ψυχή του, σώμα, νους
δικά σας είναι. Από σας κι αν στη μορφή διαφέρει
αντάμα σελαγίζετε στους ίδιους ουράνούς.

Ξένος αυτός είναι στους άλλους τους ανθρώπους.
Αυτό εσείς το ξέρετε από κείνον πιο καλά.
Κι ας ειν’ αυτό το ποίημα-δεν έχει άλλους τρόπους
η απόκριση στα λόγια σας που ακούει τα πολλά.

To μίλημά σας κι αν δεν ξέρει τι του λέει
κι αν ίσως σεις δεν ξέρετε τι αυτός σας μολογά,
όμως στον Πόνο του η αγνή ψυχή σας-ξέρει-κλαίει
και, φίλοι μου, στον Πόνο σας, απέραντα πονά.