ΜΕ ΜΑΧΑΙΡΙ
Mια δυσοίωνη οργή εκπηγάζει
από το σακατεμένο του κορμί
Πού είναι η γλυκιά η νοσοκόμα;
Μήπως σε λάθος πόλη αποπειράθηκε;
Μη το νοσοκομείο της δεν είναι που
εφημερεύει;
Ή τ’ ωράριό της άλλαξε με άλλην
και άλλη κάποια θα του βγάλει
τα κολλημένα στις λιωτές του σάρκες ρούχα,
και άλλη κάποια θα τον ακούσει
τη μόνη λέξη που 'μαθα μες στη ζωή να λέει,
και ας την είχε μαθημένα μόνο
για να την ψιθυρίσει στο δικό της μέσα αυτί;
"Πονάτε;"
Ερώτηση γιατρού σε πολυτραυματία
ετοιμοθάνατο...
Σ’ άλλη περίπτωση θα του ’λεγε πολλά. Μα τώρα
μόνο να πει μπορεί: "Πού είναι ΑΥΤΗ;"
Ο γιατρός στους νοσοκόμους:
"Πιο γρήγορα! Πεθαίνει!”
Σ' ακούει γιατρέ της κακιάς ώρας.
Τα λένε αυτό μπροστά σε κείνον
που αληθινά πεθαίνει;
Ξανά τη δύναμή του όλη βάζοντας:
"ΠΟΥ EINAΙ AYTH;"
"Σώπα, Έρχεται"
Ο νοσοκόμος, ανοίγοντας την πόρτα του
χειρουργείου:
«Για ποια λέει;»
Ο γιατρός: "Ποιος ξέρει...»
Τότε είναι που δεν άντεξε
και τους άφησα τους αλιτήριους.
Και πήγε εκεί όπου οι λέξεις παύουν να 'χουνε φωνή.
Σιωπή και χιόνι γύρω.
Όχι χιόνι.
Πέπλα πάλλευκα.
Και το σώμα του ακέριο και γερό.
Ώστε ζωή μετά τον θάνατο;
Μα τι… μα πώς… μα… να! ΕΚΕΙΝΗ!
Ξεπροβάλλει μέσα από κάτι
σα μιαν αδιόρατη χαραματιά των πέπλων.
Στέκει βουβός σε τέτοια μέσα μια σιωπή
υπερισχύοντας οι καλοί του τρόποι.
Μα όλη σκούζει η ύπαρξή του.
Σπάει εκείνη τη σιγή και με φωνή σαν μελωδία:
"Μίλα", του λέει, "εδώ,
μόνο όσοι αγαπούν-μονάχα αυτοί μιλούνε."
"Σ' αγαπώ."
"Λες να μη το ξέρω;"
"Κι εσύ;.."
«Τρελαίνομαι για σένα.»
"Τότε γιατί εκεί με απόφευγες…
όμως τι-κι εσύ είσαι πεθαμένη;"
"Όχι. Ολοζώντανη. Όπως και συ."
"Εκεί… εκείνος ήτανε ο θάνατος;"
"Ναι!"
"Καλά το έλεγα εγώ λοιπόν.
Αλλ' ας τ' αφήσουμε αυτά.
Γλυκιά μου Ρωρερκάρ θέλω μαζί σου
να κάνω εκείνο που δεν ήθελες στη γη"
"Mη λες δεν ήθελα.
Δεν έπρεπε.
Μα εδώ καταργημένα όλα τα πρέπει.
Και πια μη χρησιμοποιείς ψευδώνυμο"
«Γλυκιά λοιπόν.»
"Ναι. Για σένα. Και για πάντα."
Το χέρι της εσήκωσε
κι ένα βελούδινο ροζ παραπέτασμα
τους απομόνωσε.
Τάχα από ποιον;
Μια κίνησή της άλλη βιαστική
κι ένα κρεβάτι στήθηκε μπροστά τους.
Για μια στιγμή τον πόθο η έκπληξη έδιωξε απ' τα μάτια του.
ΑΥΤΗ τo είδε.
Και για να του δείξει
πως όλα γίνονταν καθώς κι οι δυο τα θέλανε,
το χέρι του έπιασε,
απαλά στο κρεβάτι τον οδήγησε
και πλάι του έπεσε αλαφρά, αφού πρώτα
με μίαν άλλη όλο ανυπομονησία κίνησή της
από τα ρούχα όλα της απαλλάχτηκε.
Και κει, στο κρεβάτι πάνω,
οι δυο τους γίναμε ένα τόσο,
που για τους δυο τους ένας μόνο ανάσαινε.
Σ' ύπνο έπειτα βυθίσανε
που απ' αυτόν αυτή τον έβγαλε
για να τον πάρει γελαστή απ' το χέρι
και να τον πάει σ' ένα χώρο
απ' όπου βγήκε ολόλευκος κι αυτός
και έχοντας κι αυτός φτερά
λευκά και κείνα κι απαλά καθώς εκείνης.
"Έτσι θα είμαστε οι δυο από δω και πέρα.
Κι έρωτα όλο.
Σαν έμαθα πως έπεσες απ' τον γκρεμό
αφήνοντας κείνο το γράμμα,
δεν άντεξα και νιώθοντάς σε πεθαμένον
ήρθα εδώ αμέσως.
Μα όπως είδα, πρώτη.
Χωρίς εσένα η ζωή θα ήτανε μαρτύριο.
Σε λάτρευα καθώς και συ.
Μα οι συνθήκες εκεί πέρα...
η κοινωνία, τα παιδιά, ο φόβος της αγάπης...
δε γίνονταν ούτε να ξέρεις ότι σ' αγαπώ.
Μα τώρα έλα,
πάμε στα γλυκά του έρωτα ακρογιάλια
και στις γλυκές του τις πηγές
και στης αγάπης τις γλυκές φωλιές
φτιαγμένες για όσους ένιωσαν πως έρωτας
είναι ο θάνατος ο ίδιος."
"Δεν θα χωρίσουμε ποτέ!"
"Εδώ κουτούλη μου δεν έχει χωρισμό.
Εδώ είν' η αιωνιότητα
και όπως μέσα της θα μπεις
έτσι και μένεις…"
...Τον σώσανε οι αχρείοι. Τώρα κείτεται
σ' ένα κρεβάτι πάνω,
ζαλισμένος,
γεμάτος γάζες και ήμερες πληγές.
Δοκιμάζει το χέρι μου-δεν έχει δύναμη να σηκωθεί.
"Λίγο πιο ύστερα
που κάπως η αδυναμία κι η ζάλη θα 'χουν φύγει
έρχομαι οριστικά Γλυκιά,
με μαχαίρι
τον άχρωμο σωλήνα κόβοντας του ορού,
έτσι που ολότελα να ξαιματώσω!"