ΣΤΟ LAUNDRY
Κάτι λιγνές καμιά φορά, στυφές γεροντοκόρες
πηγαίνουν στο πλυντήριο τα ρούχα τους να πλύνουνε.
Mαύρου ψωμιού θυμίζουνε τις ξεραμένες κόρες
που έρμες μετά το φαγητό κι αφάγωτες θα μείνουνε.
Αφού λοιπόν τα ρούχα τους πλυθούν, μετά τα βγάζουν
από τον κάδο το ζεστό, και σοβαρά κι αμίλητα
σ' ένα πανέρι ψάθινο με τάξη τ' αραδιάζουν,
με πείσμα σφίγγοντας κι οργή τα χείλη τους τ' αφίλητα.
Κι όταν καθώς διπλώνουνε τα ρούχα ένα ένα
φτάσουνε και στους άχαρους κι άχρηστους πια
στηθόδεσμους
με όλο μίσος κι εχθρικό γύρω κοιτάζουν βλέμμα
σαν άσπροι που κυκλώθηκαν απ’ άγριους ερυθρόδερμους.